Η λειτουργία επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών μετά την πώληση (Συνεργεία – After Sales Service) αποτελεί στη σύγχρονη αγορά σημαντικότατη πηγή εσόδων σε όσους δραστηριοποιούνται στον κλάδο του αυτοκινήτου και περιλαμβάνει τις υπηρεσίες αναφορικά με τη συντήρηση, την επισκευή και τη διάθεση και πώληση ανταλλακτικών και αξεσουάρ για τα αυτοκίνητα των πελατών που ρυθμίζονται από την Ευρωπαϊκή και την Ελληνική Νομοθεσία.
Νομοθεσία – Εφαρμοστέοι κανόνες στα συνεργεία αυτοκινήτων.
Από την 1η Ιουνίου 2010 έχει τεθεί σε ισχύ ο νέος κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 461/2010 σε συνέχεια του κανονισμού BER (Block Exemption Regulation 1400/2002) σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 101 παράγραφος 3 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορά σε κάθετες συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας. Ο νέος κανονισμός αποτελεί μια βελτιωμένη συνέχεια του προηγούμενου κανονισμού, και σηματοδοτεί νέες εξελίξεις τόσο στον ανεξάρτητο κλάδο επισκευής και συντήρησης των οχημάτων όσο και στην διακίνηση των ανταλλακτικών και στις πωλήσεις των αυτοκινήτων.
Σύμφωνα με το άρθρο 1 του ως άνω Κανονισμού (461/2010) ως εξουσιοδοτημένος επισκευαστής ορίζεται ο πάροχος υπηρεσιών επισκευής και συντήρησης αυτοκίνητων οχημάτων εντός του συστήματος διανομής που έχει συσταθεί από τον προμηθευτή των αυτοκίνητων οχημάτων. Επίσης, ως ανεξάρτητος επισκευαστής ορίζεται: α) ο πάροχος υπηρεσιών επισκευής και συντήρησης αυτοκίνητων οχημάτων ο οποίος δεν συμμετέχει στο σύστημα διανομής που έχει συσταθεί από τον προμηθευτή των αυτοκίνητων οχημάτων για τα οποία παρέχει υπηρεσίες επισκευής ή συντήρησης, β) κάθε εξουσιοδοτημένος επισκευαστής εντός του συστήματος διανομής συγκεκριμένου προμηθευτή, εάν παρέχει υπηρεσίες επισκευής ή συντήρησης αυτοκίνητων οχημάτων ως προς τα οποία δεν είναι μέλος του συστήματος διανομής του αντίστοιχου προμηθευτή.
Η σύμβαση για την παροχή υπηρεσιών μετά την πώληση (συνεργείο) δεν ρυθμίζεται ειδικά στην Ελληνική νομοθεσία. Αποτελεί σύμβαση – πλαίσιο, μεικτού χαρακτήρα, με την οποία ρυθμίζονται οι κύριες υποχρεώσεις των μερών στα πλαίσια της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (361 ΑΚ). Περιέχει στοιχεία περισσότερων συμβάσεων, όπως σύμβασης παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών (άρθρα 648 επ. ΑΚ) και εντολής (άρθρα 713 επ. ΑΚ), χωρίς να αποκλείεται η εφαρμογή διατάξεων που ρυθμίζουν το συγκεκριμένο είδος (πώληση, μίσθωση έργου).
Αναλογική εφαρμογή των διατάξεων περί εμπορικών αντιπροσώπων στα συνεργεία αυτοκινήτων.
Δεν αποκλείεται μια συγκεκριμένη σύμβαση παροχής υπηρεσιών μετά την πώληση, να προσομοιάζει κατά περιεχόμενο με τη σύμβαση της εμπορικής αντιπροσωπείας (ΠΔ 219/1991) προς την οποία και να ταυτίζεται κατά τα ουσιώδη μέρη. Αν και δεν αναφέρεται ρητά στις διατάξεις του ΠΔ 219/1991 «περί εμπορικών αντιπροσώπων», τα δικαιώματα του εμπορικού αντιπροσώπου μπορούν να έχουν, αναλογικά, και υπό τις προϋποθέσεις που τάσσει το ως άνω νομοθετικό πλαίσιο, και οι παραγγελιοδοχικοί αντιπρόσωποι, οι διανομείς συστημάτων επιλεκτικής διανομής (π.χ. στον τομέα της διανομής καινούργιων αυτοκινήτων και παροχής επισκευαστικών υπηρεσιών και άλλων ειδών πολυτελείας και υψηλής τεχνικής) και οι δικαιοδόχος στις συμβάσεις δικαιόχρησης (franchising).
Η ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων για τους εμπορικούς αντιπροσώπους προϋποθέτει ότι η συμβατική σχέση παρουσιάζει κάποια στοιχεία συγκρίσιμα με εκείνα του εμπορικού αντιπροσώπου.
Έτσι, αυτός που παρέχει τις υπηρεσίες μετά την πώληση (after sales service) θα πρέπει α) να παρουσιάζεται ως ενσωματωμένος στο δίκτυο πωλήσεων του προμηθευτή (π.χ. κατανομή σε μια συγκεκριμένη περιοχή πωλήσεων, δέσμευση ελαχίστων αγορών, η απαγόρευση του ανταγωνισμού), β) να συμβάλλει στην επέκταση της πελατείας του αντισυμβαλλομένου του, επιτελών σε σημαντική έκταση καθήκοντα συγκρίσιμα με εκείνα του εμπορικού αντιπροσώπου, συνδεόμενος με το δίκτυο πωλήσεων του παραγωγού ή χονδρεμπόρου όπως ο αντιπρόσωπος, γ) να αναλαμβάνει την υποχρέωση να μην ανταγωνίζεται τον αντισυμβαλλόμενό του, δ) το πελατολόγιό του κατά τη σύμβαση είναι σε γνώση του αντισυμβαλλομένου του και μάλιστα, μετά τη λύση της σύμβασης διανομής, περιέρχονται οι πελάτες του στον τελευταίο και ε) εάν γενικώς η οικονομική δράση του και τα οικονομικά του οφέλη (ανεξάρτητα από τον τυπικό νομικό χαρακτηρισμό τους) είναι όμοια με εκείνα του αντιπροσώπου.