ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ
Ερώτημα:
Μπορούν οι περικοπές Δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και Επιδόματος Αδείας που καταργήθηκαν με τον Ν 4093/2012 να διεκδικηθούν από το 2013 μέχρι σήμερα;
A. ΣΗΜΕΙΩΜΑ – Συνοπτική απάντηση
Νομικά, το θέμα έχει λυθεί οριστικά (ήδη από το έτος 2012) υπέρ της διετούς παραγραφής για όλες τις απαιτήσεις από μισθούς και πάσης φύσεως αποδοχές κατά του Δημοσίου, με σχετικές αποφάσεις του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (ΑΕΔ 1/2012, 2/2012, 25/2012) στις οποίες το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας (ΑΕΔ) έκρινε ύστερα από αντίθετες αποφάσεις γα το ίδιο θέμα μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) και του Αρείου Πάγου (ΑΠ) και έκτοτε όλα τα δικαστήρια ακολουθούν πάγια την διαμορφωθείσα νομολογία.
Πρακτικά, η άσκηση αγωγών σήμερα από εκατοντάδες χιλιάδες υπαλλήλους και συνταξιούχους του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα για τα παραγεγραμμένα έτη:
- Δεν έχει καμία νομική τύχη με βάση την ισχύουσα πάγια νομολογία.
- Δημιουργεί υπέρμετρη ταλαιπωρία και κόστος.
- Δημιουργεί αβάσιμες ελπίδες και προσδοκίες στους ενδιαφερόμενους κατά τρόπο που θίγει και απαξιώνει τους εμπλεκόμενους, όταν αποδεικνύονται έωλες και απορρίπτονται δικαστικά ως μη νόμιμες οι σχετικές αξιώσεις.
- Αποπροσανατολίζει και καθυστερεί το ουσιώδες που είναι η γρήγορη κατάθεση αγωγών για το μη παραγεγραμμένο διάστημα.
- Θα δημιουργήσει ακόμη μεγαλύτερο φόρτο στα Δικαστήρια και θα οδηγήσει σε πολλαπλασιασμό του ήδη μεγάλου χρονικού διαστήματος (2-5 έτη από την κατάθεση) που απαιτείται για τον προσδιορισμό δικασίμου στα Διοικητικά Δικαστήρια της χώρας.
Δεν έχει νόημα και δεν πρέπει να οδηγηθούν εκατοντάδες χιλιάδες υπάλληλοι σε κατάθεση αγωγών απλά και μόνο με την «ελπίδα» ή τον «υπολογισμό» αλλαγής της νομολογίας. Η νομολογία και μάλιστα η παγία και δη από το ΑΕΔ αλλάζει μόνο με σοβαρότατα νομικά επιχειρήματα (στα οποία δεν περιλαμβάνεται η κατάθεση χιλιάδων αγωγών για παραγεγραμμένες απαιτήσεις!!!) Για να αλλάξει η νομολογία θα πρέπει όλοι αυτοί που τελικά ασκήσουν αγωγή για τα παραγεγραμμένα έτη να εξαντλήσουν και τους 3 βαθμούς (Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, Εφετείο και Άρειος Πάγος ή ΣτΕ), να διαφωνήσει ΑΠ και ΣτΕ και τότε να επιληφθεί το ΑΕΔ για να κρίνει το θέμα και να πάρει θέση αντίθετη από αυτή που έχει πάρει κατ’ επανάληψη στο πρόσφατο παρελθόν. (Εκτός των άλλων προκύπτει και το ερώτημα ποιος θα καλύψει τα έξοδα για κάθε ένα εργαζόμενο, όταν μόνο για την άσκηση εφέσεως εκ μέρους των εργαζομένων, σε περίπτωση αρνητικής απόφασης, το παράβολο που απαιτείται είναι 150 ευρώ ανά άτομο)
Ωστόσο, ακόμη και αν έχει θετικό νομικό αποτέλεσμα μια τέτοια προσπάθεια (κατάθεση χιλιάδων αγωγών για παραγεγραμμένες απαιτήσεις) ύστερα από πολλά χρόνια και έξοδα δικαστικών αγωγών, δεν θα έχει κανένα απολύτως ουσιαστικό πρακτικό αποτέλεσμα για τους πολλούς δημόσιους υπαλλήλους που καλούνται τώρα να καταθέσουν αγωγές για παραγεγραμμένα χρόνια για τον απλούστατο λόγο ότι, λόγω των απαιτούμενων εξόδων δεν θα μπορέσουν να κρατήσουν «ζωντανές» τις δικές τους υποθέσεις (αφού θα πρέπει στο μεταξύ να έχουν καταθέσει εφέσεις κλπ με μεγάλο κόστος) όπως έχει γίνει πολλές φορές κατά το παρελθόν.
Αν θέλει οποιοσδήποτε να αλλάξει τη σχετική νομολογία από οποιαδήποτε εύλογη φιλοδοξία, δεν χρειάζεται από εκατοντάδες χιλιάδες υπάλληλους να ασκηθούν εκατοντάδες αγωγές για παραγεγραμμένα έτη, αλλά μπορεί απλά να ασκηθεί μια σχετική αγωγή ή μερικές σχετικές αγωγές από μία ομάδα ή συλλογικό φορέα/φορείς προκειμένου να λειτουργήσουν οι αγωγές αυτές ως πιλοτική δίκη (χωρίς να μπουν στην ταλαιπωρία αυτή και τα έξοδα χιλιάδες υπάλληλοι).
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ αυτό που πρέπει να γίνει τάχιστα είναι:
- Κατάθεση αγωγής για τα προηγούμενα 3 έτη (2016, 2017 και 2018)
- Κατάθεση αγωγής ακόμη και έστω μόνο για το έτος 2018 (αν με προηγούμενη αγωγή έχει διεκδικηθεί μέχρι και το έτος 2017)
ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ:
B. ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ
Σύμφωνα με την προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 91 παρ. 3 του ν.δ/τος 321/1969 «Περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού» (Α΄ 205): «Ο χρόνος παραγραφής των κατά του Δημοσίου αξιώσεων των δημοσίων υπαλλήλων, πολιτικών και στρατιωτικών, των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου μετ’ αυτού συνδεομένων εκ καθυστερουμένων αποδοχών ή άλλων πάσης φύσεως απολαβών ή αποζημιώσεων εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού, είναι δύο ετών». Ακολούθως, ο ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» (Α΄ 247), ο οποίος άρχισε να ισχύει, κατά το άρθρο 119 αυτού, από 1.1.1996, όρισε στο άρθρο 90, ως προς την παραγραφή των απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, επαναλαμβάνοντας καταρχήν τις προαναφερθείσες ρυθμίσεις του ν.δ/τος 321/1969, ότι: «1. Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής. 2. … 3. Η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ’ αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεως της».
Συναφώς, με την υπ’ αρ. 1/2012 απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου κρίθηκε ότι η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995, περί διετούς παραγραφής των μισθολογικών αξιώσεων των υπαλλήλων του Δημοσίου, δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος (ΣτΕ 1921/2016, βλ. ΣτΕ 3613/2013 επταμ.). Εξάλλου, κατά τα ήδη κριθέντα (βλ. ΣτΕ 1760/2014, 5368, 3385/2012 κ.ά.), η θέσπιση της διετούς παραγραφής για τις αξιώσεις των υπαλλήλων κατά του Δημοσίου, δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., εφόσον στο συγκεκριμένο ζήτημα το Σύνταγμα δεν έχει στενότερη έννοια από την εν λόγω Συνθήκη (ΣτΕ 1921/2016).
Εν συνεχεία, με βάση τη διάταξη του άρθρου 140 παρ. 3 ν. 4270/2014 (ΦΕΚ Α 143/28.6.2014) – και πριν την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 – περί δημοσίου λογιστικού, ελέγχου δαπανών του Κράτους κλπ, που εφαρμόζεται και επί Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), των δημοτικών και κοινοτικών νομικών προσώπων κ.λπ., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 56 του ν.δ. 496/1974, 3 ν. 31/1968, 304 του κυρωθέντος με το Π.Δ. 410/1995 Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα και ήδη του άρθρου 276 παρ. 2 του κυρωθέντος με το Ν. 3463/2006 νέου Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, «Η απαίτηση οποιουδήποτε των με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ` αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από τη γένεση της».
Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι με την διάταξη του άρθρου 140 παρ. 3 του ν. 4270/2014 ρυθμίζεται ειδικότερα το θέμα της παραγραφής των αξιώσεων των με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου κατά του Δημοσίου, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές ή αποζημιώσεις και ορίζεται ως χρονικό σημείο έναρξης αυτής η γένεση μιας εκάστης. Συνεπώς, οιαδήποτε άλλη ρύθμιση περί παραγραφής, μεγαλύτερης των δύο ετών, συνιστά γενικότερη ρύθμιση, η οποία απωθείται από την προμνησθείσα διάταξη του άρθρου 140 παρ. 3 ν. 4270/2014 και ως εκ τούτου δεν εφαρμόζεται (ΣΤΕ 713/2017, 964/2017, 1065/2017, 1250/2017, 3301/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ»).
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 141 ν. 4270/2014 και πριν την έναρξη ισχύος αυτού, του άρθρου 91 εδ. α` του ν. 2362/1995- «Η παραγραφή οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη, με την επιφύλαξη κάθε άλλης ειδικής διάταξης του νόμου αυτού» (ΑΠ 182/2014, ΑΕΔ 32/2008, ΟλΑΠ 29/2006, ΑΠ 372/2010).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 143 παρ β` ν. 4270/2014 -και πριν την έναρξη ισχύος αυτού, κατ` αρθρ. 93 περ. β` ν. 2362/1995- η παραγραφή διακόπτεται μεταξύ άλλων και με την υποβολή στην αρμόδια δημόσια αρχή αιτήσεως για την πληρωμή της απαιτήσεως των κατά του δημοσίου αξιώσεων, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση του διατάκτη της αρμόδιας για την πληρωμή της απαιτήσεως αρχής. Αν η δημόσια αρχή δεν απαντήσει η παραγραφή αρχίζει μετά πάροδο έξι μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αιτήσεως. Υποβολή δεύτερης αιτήσεως δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφή.
Επιπλέον η παραγραφή απαιτήσεων κατά του Δημοσίου λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως κατ` αρθρ. 140 παρ. 3 ν. 4270/2014 -και πριν την έναρξη ισχύος αυτού, κατ` άρθρο 94 εδ. δ` ν. 2362/1995 (ΣτΕ 4024/2010 ΤΝΠ -ΝΟΜΟΣ) σε αντίθεση με τη διακοπή ή αναστολή της παραγραφής που δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αλλά απαιτείται προβολή της με αντένσταση του ενάγοντος (βλ. ΑΠ 1310/2009 ο.π.).
Η ως άνω ρητή νομοθετική πρόβλεψη περί διετούς παραγραφής δεν προσκρούει ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Ειδικότερα, όπως παγίως έχει κρίνει το Συμβούλιο της Επικρατείας και το Ελεγκτικό Συνέδριο, με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε, όπως και η Σύμβαση, με το ν.δ. 53/1974 και έχει κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος αυξημένη έναντι των κοινών νόμων τυπική ισχύ, κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, την οποία μπορεί να στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της προστατευόμενης περιουσίας περιλαμβάνονται και τα ενοχικής φύσεως περιουσιακά δικαιώματα και ειδικότερα απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικώς. Τέτοιες είναι και οι ήδη γεννημένες απαιτήσεις για συνταξιοδοτικές και για κοινωνικοασφαλιστικές εν γένει παροχές. Περαιτέρω, εναπόκειται στο νομοθέτη να εκτιμήσει τους λόγους δημοσίας ωφέλειας, οι οποίοι μπορούν να δικαιολογήσουν επέμβαση σε περιουσιακής φύσης αγαθό, κατόπιν στάθμισης Απόφαση 4325/2014 Β.Μπ./apf/olm.14/. (4325) 9 παραμέτρων πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής φύσης, αρκεί η εκτίμηση αυτή να μην στερείται προδήλως λογικής βάσης (ΕΔΔΑ απόφαση της 7.5.2013 Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδος, αρ. 57665 και 57657/2012, σκ. 31 και 39). Σε κάθε όμως περίπτωση επέμβασης στην περιουσία, πρέπει να τηρείται δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος και της απαίτησης σεβασμού της περιουσίας των προσώπων, ενώ απαιτείται να πληρούνται και οι όροι της αρχής της αναλογικότητας (βλ. ΕΔΔΑ Αποστολάκης κατά Ελλάδας, σκ. 37). Εξάλλου, υπό την έννοια του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ, που εφαρμόζεται και στην παρούσα περίπτωση, αφού οι αξιώσεις της αναιρεσίβλητης εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου και του δικαιώματος στην προστασία της περιουσίας που αυτό καθιερώνει (ΕΔΔΑ, απόφαση της 3.10.2013 Γιαβή κατά Ελλάδας, αρ. 25816/09, σκ. 40), τα συμβαλλόμενα στη Σύμβαση κράτη απολαμβάνουν μια ορισμένη διακριτική ευχέρεια, προκειμένου να καθορίσουν εάν και σε ποιο βαθμό διαφορές μεταξύ αναλόγων, ως προς άλλα σημεία, καταστάσεων, δικαιολογούν μια διαφορετική μεταχείριση από τον εθνικό νομοθέτη. Καθίσταται δε ανεπίτρεπτη, κατά την έννοια του άρθρου 14, μια τέτοια νομοθετική διάκριση εάν «στερείται αντικειμενικής και λογικής αιτιολογίας», αν δηλαδή δεν επιδιώκει νόμιμο σκοπό ή αν δεν υπάρχει εύλογη σχέση αναλογίας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του επιδωκόμενου σκοπού (ΕΔΔΑ απόφαση της 9.7.2006, Ζεϊμπέκ κατά Ελλάδας, αρ. 46368/06, σκ. 46, και απόφαση Γιαβή κατά Ελλάδας, σκ.38). Εν προκειμένω, σύμφωνα με την κρατήσασα στο Δικαστήριο άποψη, η προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 90 παρ. 5 του ν. 2362/1995 εισάγει Β.Μπ./apf/olm.14/ (4325) 10 περιορισμό στην περιουσία των συνταξιούχων του δημοσίου, ο οποίος, όμως, όπως εκτέθηκε στην προηγούμενη σκέψη ΙΙΙ, αποβλέπει στην ανάγκη ταχείας εκκαθάρισης των απαιτήσεων που ανακύπτουν από μηνιαίες συνταξιοδοτικές παροχές, καθόσον αυτή είναι απαραίτητη για την προστασία της οικονομικής κατάστασης και της περιουσίας του δημοσίου, στην οποία συμβάλλουν οι πολίτες με την καταβολή φόρων, και στην ορθή άσκηση της δημόσιας αποστολής του κράτους (πρβλ. ΑΕΔ 25/2012, 2, 1/2012, 9/2009). Ειδικότερα, ενόψει των δημοσιονομικών συνθηκών που επικρατούν στη χώρα, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη του δημοσίου να αποφύγει την ανατροπή των οικονομικών δεδομένων, με βάση τα οποία ρυθμίζει τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, τις δαπάνες, την κατάρτιση και την ορθή εφαρμογή του προϋπολογισμού, χωρίς να παρεμποδίζεται από ανεξόφλητα χρέη, ώστε να είναι σε θέση να προβλέψει, με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, τις επιπτώσεις τέτοιων αξιώσεων στον προϋπολογισμό του, ενόψει και του μεγάλου ύψους των αξιώσεων που έχουν συσσωρευτεί και οι οποίες ασκούνται από μεγάλο αριθμό συνταξιούχων κατά του δημοσίου (πρβλ. ΕΔΔΑ Γιαβή κατά Ελλάδας, σκ. 48). Η διαφύλαξη δε της οικονομικής ευρωστίας του κράτους, μέσω της διασφάλισης της δημοσιονομικής ισορροπίας του, διαφέρει από το απλό ταμειακό συμφέρον του και συνιστά λόγο δημόσιας ωφέλειας που δικαιολογεί τον περιορισμό στην περιουσία των συνταξιούχων του δημοσίου, τον οποίο επιφέρει η επίμαχη ρύθμιση (πρβλ. Ολομ. Ελ.Συν. 2341, 2333, 2311/2013 επί του ποσοστού του τόκου υπερημερίας για τις οφειλές του Δημοσίου, όπου και μειοψηφία), καθόσον με αυτήν δεν εξυπηρετείται το στενώς εννοούμενο ταμειακό συμφέρον Απόφαση 4325/2014 Β.Μπ./apf/olm.14/. (4325) 11 του δημοσίου, αλλά το ευρύτερο δημοσιονομικό συμφέρον αυτού σε συνδυασμό με την αποτελεσματική διαχείριση των δημοσίων εσόδων και την συνέχεια της δημόσιας υπηρεσίας (ΕΔΔΑ Γιαβή κατά Ελλάδας, σκ. 48, Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδας, σκ. 38 και 39). Συνεπεία τούτων, κατά τη γνώμη που εκράτησε στο Δικαστήριο, τηρήθηκε, εν προκειμένω, η απαιτούμενη από τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος και της απαίτησης σεβασμού της περιουσίας των συνταξιούχων, ενώ, εξ άλλου, η επέμβαση στο συγκεκριμένο δικαίωμά ήταν πρόσφορη για την επίτευξη των προαναφερθέντων σκοπών δημοσίου συμφέροντος και δεν υπερέβη το μέτρο που απαιτείτο για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού, μη ανακύπτουσας ως εκ τούτου παραβίασης του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ. Επομένως, η επίμαχη διάταξη, κατά την πλειοψηφήσασα γνώμη, δεν αντίκειται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ ούτε στο άρθρο 14 της Σύμβασης αυτής (πρβ. Ολομ. Ελ.Συν. 2348, 2341, 2333 και 2311/2013). Ούτε, τέλος, αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, με τις οποίες εξασφαλίζεται το δικαίωμα της παροχής έννομης προστασίας και οι εγγυήσεις για δίκαιη δίκη (βλ. και άρθρα 20 παρ. 1 του Σ., 2 και 14 του Διεθνούς Συμφώνου για ατομικά και πολιτικά δικαιώματα), καθόσον, ενόψει του οριζόμενου με αυτήν διετούς χρόνου παραγραφής, δεν περιορίζεται υπερβολικά η δυνατότητα των συνταξιούχων του δημοσίου να διεκδικήσουν δικαστικά τις συντάξεις, τα βοηθήματα και τα επιδόματα που τους οφείλει η διοίκηση (ΕΔΔΑ Γιαβή κατά Ελλάδας, σκ. 51), πέραν του ότι οι ως άνω διατάξεις δεν εμποδίζουν τον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει ειδικές ρυθμίσεις Β.Μπ./apf/olm.14/ (4325) 12 ουσιαστικού δικαίου υπέρ του δημοσίου, όταν μάλιστα αυτές επιβάλλονται, κατά τα προεκτεθέντα στην παρ. ΙΙΙ της παρούσης, από λόγους γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, αφού με τις ρυθμίσεις αυτές δεν παρέχεται στο δημόσιο δικονομικό προνόμιο σε σχέση με τους ιδιώτες αντιδίκους του, αλλά ανεκτό -κατά τα προεκτεθέντα- ουσιαστικό προνόμιο αυτού (πρβλ. για το ποσοστό του τόκου υπερημερίας Ολομ. Ελ.Συν. 2311/2013, 3026/2012).
Η προβλεπόμενη από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 140 παρ 3 ν. 4270/2014 -και πριν την έναρξη ισχύος αυτού, του άρθρου 90 § 3 ν. 2362/1995- για τις πιο πάνω αξιώσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου και των ΟΤΑ βραχυπρόθεσμη παραγραφή, ο χρόνος της οποίας είναι μικρότερος από το χρόνο παραγραφής που ισχύει κατ” αρθρ. 250 αρ. 6 και 17 ΑΚ, για τις παρόμοιες αξιώσεις των υπαλλήλων και εργατών των ιδιωτικών επιχειρήσεων, καθώς και από τον οριζόμενο στο άρθρο 937 ΑΚ χρόνο παραγραφής των αξιώσεων από αδικοπραξία, έχει θεσπισθεί για λόγους γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή του οποίου δικαιολογεί την εισαγωγή εξαιρέσεων και διακρίσεων (ΟλΑΠ 3/2006, 23/2004, 11/2003) και συγκεκριμένα από την ανάγκη ταχείας εκκαθάρισης των σχετικών αξιώσεων και αντιστοίχων υποχρεώσεων του Δημοσίου και των ΟΤΑ, η οποία είναι απαραίτητη για την προστασία της περιουσίας και της οικονομικής κατάστασης αυτών, στην οποία συμβάλλουν οι φορολογούμενοι δημότες με την καταβολή φόρων τελών και λοιπών υπέρ αυτών (ΟΤΑ) επιβαρύνσεων (Ολ.ΑΠ 38/2005) και συνεπώς η διάταξη αυτή δεν αντίκειται α) στην κατά το αρθρ. 4 § 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας, ούτε στην αποτελούσα ειδικότερη μορφή και εκδήλωση αυτής και καθιερούμενη με το αρθρ. 22 § 1 εδ. β` αυτής αρχή της ίσης αμοιβής ή παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας (ΑΕΔ 1/2012), β) στις διατάξεις του αρθρ. 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης (που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1474) που επιβάλλουν το σεβασμό της περιουσίας του προσώπου, στην οποία περιλαμβάνονται όχι μόνο τα από το άρθ. 17 του Συντάγματος προστατευόμενα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άρα και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και ειδικότερα οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο νομοθετικό καθεστώς, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (ΟλΑΠ 40/1998), αφού οι διατάξεις αυτές εμποδίζουν το νομοθέτη να καταργεί τα ενοχικά ακόμη δικαιώματα και όχι να θεσπίζει κανόνες που καθορίζουν διαφορετικό, κατά περίπτωση, χρόνο παραγραφής των αξιώσεων που θα γεννηθούν μετά την έναρξη της ισχύος τους, ενώ εξάλλου και από τη διάταξη του αρθ. 1 § 2 του ως άνω Πρωτοκόλλου προκύπτει ότι και αυτό αναγνωρίζει ευθέως το δικαίωμα κάθε Κράτους να θεσπίζει νόμους, εάν το κρίνει αναγκαίο, για τη διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος, επομένως και να θέτει νόμιμους περιορισμούς στην ικανοποίηση των αξιώσεων των πολιτών, όπως είναι η άσκηση των αξιώσεων τους εντός ορισμένου χρόνου προς διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος, στην έννοια του οποίου εμπίπτει κατά τα προεκτεθέντα, και η προστασία της περιουσίας του Δημοσίου και των ΟΤΑ (βλ. μεταξύ άλλων ΑΠ 536/2014, ΑΠ 1047/2012, ΑΠ 123/2011 βλ. και Ολ.ΑΠ 2/2011 ως προς την ερμηνεία της παρομοίου περιεχομένου διάταξης του άρθ. 48 § 3 ν.δ. 496/1974 «περί λογιστικού των ΝΠΔΔ», στην οποία ορίζεται ότι «ο χρόνος παραγραφής των κατά του νομικού προσώπου αξιώσεων των υπαλλήλων τούτου, που συνδέονται με αυτό με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, από καθυστερούμενες αποδοχές ή άλλες πάσης φύσεως απολαβές ή αποζημιώσεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι δύο ετών»).
Επομένως, με βάση τα προαναφερθέντα, είτε πρόκειται για ευθεία αγωγή κατά του Δημοσίου λόγω άρνησης ή καθυστέρησης καταβολής των αποδοχών για οποιονδήποτε λόγο, είτε πρόκειται για αγωγή αποζημίωσης κατά το άρθρ. 105 ΕισΝΑΚ, οι απαιτήσεις των πάσης φύσεως υπαλλήλων του Δημοσίου δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατά του Δημοσίου, αναφορικά με αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζονται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφονται μετά διετία από της γενέσεως της.
Ως εκ τούτου και με βάση τα παραπάνω, εκτιμούμε ότι οιαδήποτε (πέραν της ρητά προβλεπόμενης διετίας), αναδρομική δικαστική διεκδίκηση τέτοιου είδους απαιτήσεων θα καταπέσει λόγω παραγραφής.
Αθήνα, 30.1.2019
Σπήλιος Σπηλιόπουλος
Δικηγόρος, LLM
Τηλ. 210 3387540 210 3387530
Fax: 210 3387549 Κιν. 6944 373078
email: spilios@spiliopouloslaw.com