Από την σημαντική, παρακάτω αναφερόμενη δικαστική απόφαση, αποδεικνύεται ότι με τη σωστή παρουσίαση και έκθεση των πραγματικών περιστατικών και την κατάλληλη νομική επιχειρηματολογία, το τεκμήριο ότι υπαίτιος ενός τροχαίου ατυχήματος είναι ο οδηγός που παραβίασε πινακίδα STOP, μπορεί να καταρρίπτεται.
Ο πελάτης του γραφείου μας, παρότι παραβίασε πινακίδα STOP, δικαιώθηκε με την νομικά σημαντική και ενδιαφέρουσα απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών.
Με την υπ’ αριθμ. 1375/2020 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, κρίθηκε ότι την αποκλειστική υπαιτιότητα για την σύγκρουση είχε, όχι ο οδηγός του αυτοκινήτου που παραβίασε τη σήμανση STOP, αλλά ο οδηγός της μοτοσυκλέτας, ο οποίος κρίθηκε αποκλειστικά υπαίτιος καθ’ ότι, όπως αναλυτικά εκτέθηκε στην Αγωγή και τεκμηριώθηκε νομικά και πραγματικά στο ακροατήριο, δεν οδηγούσε με σύνεση ούτε είχε τεταμένη την προσοχή του.
Ειδικότερα, με την παραπάνω απόφαση, κρίθηκε ότι ο οδηγός της μοτοσυκλέτας και αποκλειστικός υπαίτιος του ένδικου τροχαίου ατυχήματος παραβίασε τη γενική διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, σύμφωνα με την οποία «οι οδηγοί υποχρεούνται να οδηγούν με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή τους».
Σύμφωνα με την αναφερόμενη δικαστική απόφαση, το Ειρηνοδικείο Αθηνών, μεταξύ άλλων, έκρινε τα εξής:
«[…]Η αγωγή είναι νόμιμη. Στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330παρ.2, 346, 914 του ΑΚ, 2, 4, 9 και 10 του Ν.Γ.Π.Ν/1911, 10 του Ν 489/1976 και 907, 908, 176 του ΚΠΟΛΔ. Πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω για να κριθεί αν είναι βάσιμη και από ουσιαστική άποψη.
Οι υποθέσεις δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 614 περ. 6 του ΚΠολΔ από το αρμόδιο αυτό καθ΄ ύλη και κατά τόπο Δικαστήριο (άρθρο 14 παρ. 1α του 22 του ΚΠολΔ).
Από την εκτίμηση της ανωμοτί εξέτασης του α΄ ενάγοντος της Α΄ αγωγής και του ενάγοντος της Β΄ αγωγής, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο και περιλαμβάνονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, των εγγράφων που νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και από όλη γενικά την διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις […] και περί ώρα […] εκινούντο στην περιοχή των […] και σε δρόμους που διασταυρώνονται κάθετα μεταξύ τους το με αριθμό κυκλοφορίας […] αυτοκίνητο, που οδηγείτο από τον α΄ ενάγοντα της Α αγωγής και ανήκε στην β ΄(στο εξής Όχημα Α) και η με αριθμό κυκλοφορίας […] μοτοσυκλέτα, που οδηγείτο από τον ενάγοντα της Β αγωγής και ανήκε στην β΄ εναγομένη στην Α αγωγή εταιρεία. Και τα δύο οχήματα ήταν ασφαλισμένα στην ίδια εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία. Το όχημα Α΄ εκινείτο επί της οδού […] με κατεύθυνση προς […] και το όχημα Β΄επί της οδού […] με κατεύθυνση από […] προς […] Ο α΄ ενάγων της Α αγωγής ισχυρίζεται ότι ακινητοποίησε το αυτοκίνητο που οδηγούσε στο σήμα STOP που υπάρχει στην διασταύρωση της οδού […] με την οδό […] προκειμένου να ελέγξει για την κίνηση οχημάτων επ΄ αυτής, προς τα οποία όφειλε να παραχωρήσει προτεραιότητα, και να συνεχίσει την πορεία του ευθεία στη προέκταση της οδού […] προς […] τα δύο οχήματα συγκρούστηκαν στο οδόστρωμα της οδού […] και συγκρουσθείσες επιφάνειες ήταν το εμπρόσθιο αριστερό για το αυτοκίνητο και αδιευκρίνιστο για την μοτοσυκλέτα, δεδομένου ότι αυτή σύρθηκε στο οδόστρωμα. Οι διάδικοι προσκομίζουν την έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος, η οποία συντάχθηκε από το Β Τμήμα Τροχαίας Β/Α Αττικής, λόγω του τραυματισμού του ενάγοντος από την ένδικη σύγκρουση. Από το συνημμένο σε αυτή σχεδιάγραμμα, το οποίο συντάχθηκε από την επί τόπου μετάβαση δύο αξιωματικών της Τροχαίας μισή ώρα μετά την επέλευση του ατυχήματος, αποδεικνύεται ότι η οδός […] έχει πλάτος […] και τα σημάδια από τις χαραγές στο οδόστρωμα λόγω του συρσίματος της μοτοσυκλέτας επ΄ αυτού ξεκινούν από απόσταση 6 μέτρων από την κατάληξη του αντίθετου ρεύματος από αυτό στο οποίο εκινείτο ο ενάγων της Β αγωγής. Η οδός […] δεν φέρει διαγράμμιση στο οδόστρωμά της, είναι διπλής κατεύθυνσης και φέρει μία λωρίδα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση, το πλάτος της οποίας είναι […] Αποδεικνύεται επομένως ότι ο οδηγός του οχήματος Α΄ είχε διασχίσει ολόκληρο το ρεύμα κυκλοφορίας επί του οποίου εκινείτο το όχημα Β και η σύγκρουση έλαβε χώρα στο αντίθετο γι αυτό ρεύμα κυκλοφορίας. Για αδιευκρίνιστο λόγο ο ενάγων της Β αγωγής δεν συνέχισε την πορεία του ευθεία επί της οδού […], απώλεσε τον έλεγχο του οχήματός του και προσέκρουσε στο εμπρόσθιο αριστερό τμήμα του οχήματος Α. Στη συνέχεια το όχημα Β σύρθηκε στο οδόστρωμα μέχρι την κατάληξη αυτού στο πέρας του αντίθετου ρεύματος. Δύο ημέρες μετά το ατύχημα, ο ενάγων της αγωγής υπέβαλε προς την φροντίδα ατυχήματος της εναγομένης […] δήλωση στην οποία αναφέρει ότι κινούμενος επί της οδού […] στο ρεύμα προς […] το όχημα Α ήταν διπλοπαρκαρισμένο και την στιγμή που περνούσε από δίπλα του έκανε ελιγμό προς αριστερά με αποτέλεσμα τα δύο οχήματα να συγκρουστούν. Ωστόστο στην από […] ένορκη εξέταση του στο […] Τμήμα Τροχαίας Αττικής άλλαξε την αρχική του δήλωση και κατέθεσε ότι το όχημα Α βγήκε ξαφνικά από την οδό […] και του έκοψε τον δρόμο με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με το εμπρόσθιο τμήμα της μοτοσυκλέτας στην εμπρόσθια αριστερή πλευρά του αυτοκινήτου. Αν έτσι είχαν τα πράγματα όμως η σύγκρουση θα είχε λάβει χώρα στο ρεύμα κυκλοφορίας επί του οποίου εκινείτο αυτός, τα δύο οχήματα θα είχαν συγκρουστεί υπό γωνία 90 μοιρών και δεν θα υπήρχε δυνατότητα η μοτοσυκλέτα να συρθεί στο οδόστρωμα μέχρι το τέρμα του αντίθετου ρεύματος κυκλοφορίας. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω εκτιθεμένων συνάγεται ότι αυτόν βαρύνει η αποκλειστική υπαιτιότητα στην επέλευση της ένδικης σύγκρουσης, ο οποίος παραβίασε την γενική διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του ΚΟΚ, σύμφωνα με την οποία οι οδηγοί υποχρεούνται να οδηγούν με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή τους».