Αναμφίβολα, μια διαχρονική, δυναμική και ευρέως διαδεδομένη μορφή συλλογικής δράσης των κοινωνικών εταίρων, η οποία δεν ρυθμίζεται ρητά στο Νόμο, αποτελεί το μποϋκοτάζ. Το φαινόμενο αυτό, στο συναλλακτικό πεδίο, μπορεί να ορισθεί ως η παρότρυνση/προτροπή, στην οποία προβαίνει ο υποκινητής ή παρακινών προς τους αποδέκτες, δηλαδή συγκεκριμένο ή απεριόριστο αριθμό συναλλασσόμενων ή εργαζομένων, ώστε οι τελευταίοι να απέχουν από την κατάρτιση συμβάσεων ή να διακόπτουν συναλλακτικές σχέσεις, ήτοι να μην συναλλάσσονται με συγκεκριμένη επιχείρηση-στόχο, είτε για αόριστο είτε για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, κυρίως ως μία μορφή κύρωσης για τη συμπεριφορά που η τελευταία επιδεικνύει προς ομάδες συναλλασσόμενων με αυτή, δηλαδή εργαζόμενων, πελατών, προμηθευτών ή ανταγωνιστών, αλλά, ταυτόχρονα, και ως άσκηση πίεσης προκειμένου η επιχείρηση – στόχος που υφίσταται μποϋκοτάζ να επιδείξει συγκεκριμένη συναλλακτική συμπεριφορά. Το ερώτημα που ανακύπτει, ωστόσο, από νομική σκοπιά, στο σημείο αυτό είναι έγκειται στο εάν το μποϋκοτάζ αντιμετωπίζεται άνευ τινός ετέρου ως ελευθερία/δικαίωμα ή ενδέχεται υπό ορισμένες συνθήκες να επιφέρει τις συνέπειες μίας αδικοπρακτικής-παράνομης συμπεριφοράς;
Προκειμένου να αναδειχθεί η ανωτέρω προβληματική, επισημαίνεται ότι ίσως το πιο πρόσφορο πεδίο εκδήλωσης του μποϋκοτάζ αποτελούν οι εργασιακές σχέσεις, όπου οι εργαζόμενοι, κυρίως μέσω των συλλογικών τους φορέων, προτρέπουν πελάτες ή προμηθευτές του εργοδότη τους σε άρνηση σύναψης ή διακοπή συναλλαγών, ασκώντας πίεση προς επίτευξη διεκδικήσεων, είτε στο πλαίσιο ενός εργασιακού αγώνα, και ιδίως μιας απεργίας, που βρίσκεται σε εξέλιξη, είτε αυτοτελώς είτε μεμονωμένα.
Υπό τη μορφή αυτή και έχοντας ως στοιχείο την εξωτερίκευση γνώμης μέσω της κατά τα ανωτέρω προτροπής και παρακίνησης προς τρίτους, το μποϋκοτάζ αποτελεί, κατ’ αρχήν, θεμιτή εκδήλωση που έχει ως στόχο την προστασία συμφερόντων των εργαζόμενων, καθόσον άπτεται των συνταγματικών δικαιωμάτων της ελευθερίας της γνώμης, ως ειδικότερης εκδήλωσης της αξίας του ανθρώπου, της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 Συντ.) και της συνδικαλιστικής ελευθερίας (άρθρο 23 παρ. 1 Συντ.), τα οποία αφορούν και σε σχέσεις μεταξύ ιδιωτών.
Από την άλλη πλευρά, καθίσταται αντιληπτό ότι και η οικονομική ελευθερία της επιχείρησης – στόχου, ως στοιχείο της προσωπικότητάς της, και η επιχειρηματική φήμη της, ως έκφανση τόσο της προσωπικότητας όσο και της περιουσίας της (άρθρα 5 παρ. 1 και 17 Συντ.), είναι άξιες προστασίας έναντι δυσφημήσεων και διάδοσης αναληθών και παραπλανητικών ισχυρισμών. Κατά συνέπεια, ο εργασιακός αγώνας με τη μορφή του μποϋκοτάζ, στο πλαίσιο της συνδικαλιστικής δράσης και της ελεύθερης έκφρασης γνώμης των εργαζομένων, περιορίζεται και υποχωρεί, κατ’ έκταση και ένταση, όταν προσβάλλει θεμελιώδη συνταγματικά δικαιώματα της θιγόμενης επιχείρησης – στόχου και είναι αντίθετη στα χρηστά ήθη, όπως συμβαίνει στην περίπτωση επιδίωξης περιορισμού νόμιμων εξουσιών του εργοδότη που προκύπτουν από το μη καταχρηστικά ασκούμενο διευθυντικό του δικαίωμα, με τον ισχυρισμό ή τη διάδοση αναληθών γεγονότων, που αφορούν τις εργασίες εν γένει της επιχείρησης και προσβάλλουν την εμπορική της πίστη, το κύρος, την επαγγελματική υπόληψη και γενικά το εμπορικό της μέλλον, καθόσον τότε η άσκηση του μποϋκοτάζ καθίσταται καταχρηστική, συνιστώντας συμπεριφορά ηθικά, κοινωνικά και οικονομικά αποδοκιμαστέα, και αποτελεί παράνομη πράξη και, συνεπώς, αδικοπραξία κατά τις διατάξεις των άρθρων 914, 919, 281 και 288 ΑΚ.