Την κατάσχεση ενός ακινήτου ακολουθεί κατά λογική συνέπεια ο πλειστηριασμός του. Σε περιπτώσεις, ωστόσο, που έχει ήδη βρεθεί αγοραστής για το εν λόγω ακίνητο, είναι δυνατόν να παρακαμφθεί με δικαστική άδεια η διαδικασία του πλειστηριασμού και να μεταβιβαστεί το ακίνητο απευθείας στον ενδιαφερόμενο.
Κατ’ αρχήν, η διάθεση κατασχεμένου ακινήτου απαγορεύεται εκ του νόμου. Εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα θέτει το άρθρο 998§6 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, το οποίο επιτρέπει την «ελεύθερη πώληση» του ακινήτου. Συγκεκριμένα, η παράγραφος 6 του άρθρου ορίζει ότι: «Μετά από αίτηση του οφειλέτη, το δικαστήριο του άρθρου 933, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., μπορεί να επιτρέψει να πωληθεί ελεύθερα το ακίνητο με τίμημα το οποίο ορίζεται από το δικαστήριο. Η πώληση αυτή γίνεται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού το αργότερο δέκα (10) ημέρες πριν από τον πλειστηριασμό με ταυτόχρονη εξόφληση του τιμήματος. Αν η πώληση δεν πραγματοποιηθεί κατά το προηγούμενο εδάφιο, ο πλειστηριασμός διεξάγεται κατά την ορισθείσα ημερομηνία».
Με βάση το άρθρο αυτό, προκύπτει ότι ο οφειλέτης μπορεί να κάνει αίτηση στο αρμόδιο δικαστήριο, το οποίο δικάζει κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ώστε να του επιτραπεί να διαθέσει το ακίνητο. Η δικαστική απόφαση που εκδίδεται ορίζει τόσο το πρόσωπο προς το οποίο θα διατεθεί το ακίνητο όσο και το τίμημα, η, δε, μεταβίβαση θα πρέπει να γίνει το αργότερο δέκα ημέρες πριν τον ορισθέντα πλειστηριασμό, άλλως αυτός συνεχίζεται κανονικά.
Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται για πώληση κατά την παραδοσιακή του όρου έννοια, αλλά για πλειστηριασμό, αφού η μεταβίβαση προς τον τρίτο αγοραστή νοείται ως η τελευταία πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης. Πρόκειται, με άλλα λόγια, και σε αυτή την περίπτωση για αναγκαστική εκποίηση, παρά τον «ελεύθερο» χαρακτήρα της, γι’ αυτό και προσβάλλεται μόνο με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, ως διαδικαστική πράξη της εκκρεμούς αναγκαστικής εκτέλεσης, και μάλιστα ως η τελευταία πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων.
Έτσι, ο «αγοραστής» του ακινήτου λαμβάνει θέση υπερθεματιστή, κάτι που σημαίνει ότι αναγνωρίζονται στο πρόσωπό του όλα τα δικαιώματα του υπερθεματιστή, με ανάλογη εφαρμογή και των αντίστοιχων άρθρων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως ενδεικτικά η απόσβεση των υφιστάμενων βαρών με την καταβολή του τιμήματος, η αξίωση για σύνταξη κατακυρωτικής έκθεσης από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, το δικαίωμα καταγγελίας τυχόν υφιστάμενης μίσθωσης κλπ.
Τέλος, δεδομένων των παραπάνω, το «τίμημα» που καταβάλλεται από τον «αγοραστή» – υπερθεματιστή αντιμετωπίζεται στην ουσία ως πλειστηρίασμα. Με την καταβολή του ακολουθεί η αναγγελία των δανειστών, όπως ακριβώς και στις περιπτώσεις πλειστηριασμού, και εν συνεχεία η διανομή του στους τελευταίους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 975επ. ΚΠολΔ. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συντάσσει κατακυρωτική έκθεση, η οποία και υποβάλλεται από τον «αγοραστή» στο αρμόδιο Υποθηκοφυλακείο για μεταγραφή.