Με το άρθρο 4 του νόμου 4092/2012, καθορίζεται το ποσό των 6.000 ευρώ, ως ανώτατο όριο για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης των συγγενών του παθόντος, από το Επικουρικό Κεφάλαιο, σε περίπτωση θανατηφόρου τροχαίου ατυχήματος.
Πλην όμως, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με την υπ’ αριθμ. 4/2017 απόφασή της, έκρινε ως αντισυνταγματική και, κατ΄επέκταση, ανίσχυρη την παραπάνω διάταξη, καθόσον:
α) προσκρούσει στην διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος,
β) έρχεται σε αντίθεση με την διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 1 της Κοινοτικής Οδηγίας 84/5/ΕΟΚ και
γ) αντιβαίνει στην διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Επομένως οι ζημιωθέντες ενάγοντες, αξιώνοντας αποζημίωση ψυχικής οδύνης, λόγω θανάτωσης του αγαπημένου τους προσώπου και συγγενούς, δεν υπόκειται σε ποσοτικούς περιορισμούς, στις περιπτώσεις στις οποίες ευθύνεται το Επικουρικό Κεφάλαιο.
Στα πλαίσια του ελληνικού δικαίου το ζήτημα τούτο είχε ήδη προβλεφθεί στα άρθρα 16 επ. του προαναφερόμενου Ν. 489/1976, που κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. 237/1986, με την ίδρυση νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Επικουρικό κεφάλαιο ασφάλισης ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων» και συντετμημένα «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ», το οποίο διέπεται από τις διατάξεις του άνω νόμου.
Μέλη του Επικουρικού Κεφαλαίου καθίστανται υποχρεωτικά οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν ασφάλιση αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων, καθώς και τα Ν.Π.Δ.Δ. ή οι οργανισμοί κοινής ωφέλειας των οποίων τα οχήματα εξαιρούνται της υποχρεωτικής ασφάλισης (αρθρ. 18 Ν. 489/1976), για την εκπλήρωση δε του σκοπού του επιβάλλεται εκ του νόμου εισφορά υπέρ αυτού, το ανώτατο όριο της οποίας καθορίζεται με την εκάστοτε απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, υπολογιζόμενη σε ποσοστό επί των καθαρών ασφαλίστρων (5% κατ” ανώτατο όριο) του κλάδου αστικής ευθύνης από χερσαία οχήματα, η οποία βαρύνει κατά 70% τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και κατά 30% τους ασφαλισμένους (αρθρ. 20 § 1 Ν. 489/1976). Από την νομοθεσία λοιπόν που το διέπει, τον τρόπο λειτουργίας του και τους σκοπούς που εξυπηρετεί, προκύπτει ότι, παρά την ιδιωτικού δικαίου νομική μορφή του, το Επικουρικό Κεφάλαιο επιτελεί κοινωνικό έργο.
Με τις διατάξεις των άρθρων 5, 6 §§ 1, 2, 5, 6 και 10 § 1 του ΠΔ/τος 237/1986 καθιερώθηκε η υποχρεωτική ασφάλιση της από αυτοκινητικά ατυχήματα ευθύνης, η οποία καλύπτει την έναντι τρίτων αστική ευθύνη εξαιτίας θανάτωσης ή σωματικής βλάβης ή ζημιών σε πράγματα, στην οποία περιλαμβάνεται και η χρηματική αξίωση για ψυχική οδύνη ή ηθική βλάβη το δε ασφαλιστικό ποσό είναι τουλάχιστον ίσο με αυτό που καθορίζει κάθε φορά με αποφάσεις της η …. για κάθε είδος κινδύνου που υπάγεται στην υποχρεωτική ασφάλιση.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 19 § 1 του ιδίου ως άνω ΠΔ/τος, το Επικουρικό Κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να καταβάλει στα πρόσωπα που ζημιώθηκαν κατά την παρ.2 του άρθρου αυτού αποζημίωση λόγω θανάτωσης ή σωματικών βλαβών ή υλικών ζημιών από αυτοκινητικά ατυχήματα και σε περίπτωση που αυτά προκαλούνται από ανασφάλιστο όχημα ή από όχημα αγνώστων στοιχείων ή ασφαλισμένο σε ασφαλιστική εταιρία που πτώχευσε ή της οποίας η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε. Κατά την παρ.2 του ίδιου άρθρου, όπως ίσχυε πριν την αντικατάσταση του από το Ν. 4092/2012, η αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβεί τα κατά το άρθρο 6 παρ.5 κατώτατα όρια ασφαλιστικών ποσών του χρόνου ατυχήματος.
Περαιτέρω, με το τέταρτο άρθρο του Ν. 4092/2012, ο οποίος σύμφωνα με το έβδομο άρθρο αυτού ισχύει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 220 τ. Α 78.11.2012), εισήχθησαν περιορισμοί στις αποζημιώσεις που καταβάλλει το Επικουρικό Κεφάλαιο σε περίπτωση πτώχευσης του ασφαλιστή ή ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του, καθώς επίσης και περιορισμοί στο ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης. Ειδικότερα, με το στοιχείο γ” του άνω άρθρου, αντικαταστάθηκε η παρ.2 του άρθρου 19 του Π.Δ. 237/1986 και προβλέπεται πλέον, μεταξύ άλλων, α) ότι η αποζημίωση που καταβάλλει το Επικουρικό Κεφάλαιο για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ για κάθε δικαιούχο και β) ότι η αποζημίωση στην περίπτωση πτώχευσης του ασφαλιστή ή άκαρπης εκτέλεσης σε βάρος του ασφαλιστή ή τέλος ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής εταιρίας δεν καταβάλλεται ολόκληρη, αλλά με βάση τα ποσοστά που η διάταξη αυτή λεπτομερώς καθορίζει, κυμαινόμενα μεταξύ 70% έως 90%, μη δυνάμενη να υπερβεί, κατ’ ανώτατο όριο, το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. Με την ίδια δε αυτή διάταξη ορίστηκε περαιτέρω ότι η εν λόγω ρύθμιση «καταλαμβάνει και τις ήδη γεγενημένες αξιώσεις κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, χωρίς πάντως να θίγει αξιώσεις που έχουν επιδικαστεί με οριστική δικαστική απόφαση» και ότι «οι τόκοι που στις περιπτώσεις της προηγουμένης παραγράφου του παρόντος άρθρου υποχρεούται να καταβάλει το Επικουρικό Κεφάλαιο υπολογίζονται σε κάθε περίπτωση με επιτόκιο έξι τοις εκατό (6%) ετησίως.»
Πρέπει να σημειωθεί ότι με την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 της δεύτερης Οδηγίας 84/5/ΕΟΚ κατά την οποία «κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό, αποστολή του οποίου είναι να αποζημιώνει, τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης, τις υλικές ζημίες ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται από οχήματα αγνώστων στοιχείων ή για τα οποία δεν έχει ολοκληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης που προβλέπεται στην παρ. 1″ καλύπτεται και η χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης (Ολ. Α.Π. 9/1993, ΔΕΕ, C-277/12 της 24-10-2013 στην υπόθεση … κατά …). Περαιτέρω, το άρθρο 9 παρ.1 της Κωδικοποιητικής Οδηγίας 2009/103/ΕΚ ορίζει επακριβώς ποια είναι τα ελάχιστα αυτά ποσά ασφαλιστικής κάλυψης, τα οποία θα πρέπει να τηρούνται σε κάθε περίπτωση (ΔΕΚ C-348/98 14-11-2000. Ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους, ενώ οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν να επιβληθούν κατά το Σύνταγμα στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Τέλος, με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, το οποίο κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων ορίσθηκε ότι «παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας του, ει μη δια λόγους δημόσιας ωφέλειας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου ή των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα κάθε κράτους να θέτει σε ισχύ νόμους, τους οποίους κρίνει αναγκαίους προς ρύθμιση της χρήσης αγαθών, σύμφωνα με το δημόσιο συμφέρον ή προς διασφάλιση της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων».
Υπό τα δεδομένα αυτά οι προεκτεθείσες διατάξεις του Ν.4092/2012 είναι ανίσχυρες για τους ακόλουθους λόγους:
Ο καθορισμός του ποσού των 6.000 ευρώ ως ανωτάτου ορίου για ψυχική οδύνη κάθε δικαιούχου προσκρούει ευθέως στην παρ.4 του άρθρου 1 της δεύτερης Οδηγίας 84/5/ΕΟΚ, κατά την οποία «κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό, αποστολή του οποίου είναι να αποζημιώνει, τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης, τις υλικές ζημιές ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται από οχήματα αγνώστων στοιχείων ή για τα οποία δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης που προβλέπεται στην παρ. 1″, διάταξη η οποία καλύπτει και την χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, κατά τα προεκτεθέντα. Επίσης, το επιβληθέν ανώτατο όριο των 6.000 ευρώ είναι αντίθετο και προς την αρχή της stricto sensu αναλογικότητας (άρθρο 25 § 1 εδάφ. δ’ του Συντάγματος), διότι η παρέμβαση αυτή του νομοθέτη δεν είναι πρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, ήτοι για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του Επικουρικού Κεφαλαίου, αλλά ούτε και αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού, αφού θα μπορούσε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα αυτό με ηπιότερο τρόπο, είτε με το να προβλεφθεί μία έκτακτη επιδότηση του από τον κρατικό προϋπολογισμό, είτε με το να υποχρεωθεί αυτό να εξυγιάνει τα οικονομικά του μέσω της αύξησης των εσόδων του και του περιορισμού των λειτουργικών του δαπανών. Εξ ετέρου, η εφαρμογή της ανωτέρω ρύθμισης, η οποία περιορίζει με το ως άνω όριο την ευθύνη του Επικουρικού Κεφαλαίου και επί των ήδη γεγενημένων αξιώσεων είναι ανίσχυρη, διότι είναι αντίθετη προς το προαναφερθέν άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε (μαζί με τη σύμβαση) με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των νόμων ισχύ. Με τη διάταξη αυτή κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως» και τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα». Καλύπτονται έτσι τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώματα και ειδικότερα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεγενημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον έως την προσφυγή στο δικαστήριο δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (Ολ. ΑΠ 6/2007, Ολ. ΑΠ 40/1998). Έτσι, η ανωτέρω διάταξη του Ν. 4092/2012, με το να περιορίσει δραστικά το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης καταργεί ουσιαστικά την αστική αυτή απαίτηση των δικαιούχων, που γεννήθηκε με το θάνατο συγγενικού προσώπου σε τροχαίο ατύχημα.
Κατά συνέπεια, είναι ασυμβίβαστη προς τη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αφού τείνει σε αδικαιολόγητη αποστέρηση περιουσιακού στοιχείου των ως άνω προσώπων χωρίς να συντρέχουν λόγοι δημόσιας ωφέλειας. Και τέτοιο λόγο δεν συνιστά το ταμειακό απλώς συμφέρον του Επικουρικού Κεφαλαίου. Ακολούθως, κατά το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται όχι μόνον η ισότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου, αλλά και η ισότητα του νόμου έναντι αυτών, με την έννοια ότι ο νομοθέτης, κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών ή προσώπων, δεν μπορεί να νομοθετεί κατά διαφορετικό τρόπο εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή δε των ειδικών περιστάσεων ή του κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων (Ολ. Α.Π. 3/2006, 38/2005, 30/2005, 23/2004, 11/2008).Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, «όλοι είναι ίσοι ενώπιον Των δικαστηρίων. Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεση του να δικαστεί δίκαια και δημόσια από αρμόδιο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο … για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα». Το… έχει ενσωματωθεί στην Ελληνική έννομη τάξη με το Ν. 2462/1997. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών η αρχή της ισότητας των διαδίκων, που συνιστά ειδική εκδήλωση της αρχής της ισότητας, επιβάλλει την ίση μεταχείριση τους από τους νόμους που προσδιορίζουν τους όρους της δικαστικής προστασίας. Επομένως, διατάξεις νόμων, με τις οποίες αναγνωρίζεται υπέρ ενός διάδικου ευνοϊκή μεταχείριση ως προς το ανωτέρω δικαίωμα, με αποτέλεσμα να τίθεται αυτός σε θέση πλεονεκτικότερη από εκείνη του αντιδίκου του, είναι ανίσχυρες (Ολ. Α.Π. 12/2013, Ολ. Α.Π. 4/2012).