Με τον πρόσφατο Νόμο 4670/2020 αλλάζουν οι συντελεστές υπολογισμού της ανταποδοτικής σύνταξης σε συμμόρφωση με την πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ).
Με τον νέο υπολογισμό ευνοούνται σημαντικά όσοι έχουν από 30 έως 40 χρόνια ασφάλισης ενώ ο υπολογισμός είναι δυσμενέστερος για όσους έχουν περισσότερα από 40 χρόνια ασφάλισης (για τα έτη πέραν των 40 ετών).
Με τα αρ 24 και 28 ν 4670/2020 αλλάζουν οι συντελεστές υπολογισμού της ανταποδοτικής σύνταξης, βάσει και της πρόσφατης σχετικής νομολογίας του ΣτΕ. Συνεπώς με το νέο υπολογισμό ευνοούνται σημαντικά όσοι έχουν περισσότερα από 30 χρόνια ασφάλισης και μέχρι 40 χρόνια ασφάλισης αλλά όσοι έχουν πάνω από 40 χρόνια ασφάλισης δεν ευνοούνται, για τα έτη πέραν των 40 ετών. Δηλαδή στο νέο νόμο η έννοια της ανταποδοτικής σύνταξης αναθεωρείται και προσαρμόζεται στις κατευθύνσεις που έδωσε το ΣτΕ.
Ειδικότερα θεωρείται ουσιαστικό το να δοθούν περισσότερα κίνητρα για την παραμονή στην εργασία, αλλά και να προκύψει ένα ποσό σύνταξης με το την κατά το δυνατό περισσότερη προσέγγιση στα πραγματικά εισοδήματα του συνταξιούχου κατά τη διάρκεια του εργασιακού βίου, πάντα στα πλαίσια των επιτεύξιμων δυνατοτήτων του ασφαλιστικού συστήματος και σε συνδυασμό με τη βιωσιμότητα του. Με τον τρόπο αυτό ενσωματώνονται στον υπολογισμό της σύνταξης η αρχές της ανταποδοτικότητας και της προστασίας του ασφαλιστικού κεφαλαίου, που είναι συναφείς με τη συνταγματική κατοχύρωση της κοινωνικής ασφάλισης.
Για το λόγο αυτό ευνοούνται περισσότερο αυτοί που έχουν μακρά παραμονή στην εργασία, δηλαδή από 30 και μέχρι 40 χρόνια, κι αναπροσαρμόζονται για τα έτη αυτά αναλογικά οι συντελεστές αναπλήρωσης επί των συνταξίμων αποδοχών. Ωστόσο, για λόγους ανακατανομής των θέσεων εργασίας, δημιουργείται αντικίνητρο για την παραμονή πλέον των 40 ετών, με αντίστοιχη μείωση των συντελεστών αναπλήρωσης μετά τη συμπλήρωση 40 ετών ασφάλισης.