Όταν ένα πρόσωπο στερείται δικαιοπρακτικής ικανότητας λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή λόγω σωματικής αναπηρίας, εφόσον αδυνατεί εν όλω ή εν μέρει να φροντίζει μόνος για τις υποθέσεις του, μπορεί ύστερα από αίτηση του συζύγου του ή των τυχών ανιόντων ή κατιόντων αυτού στο αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο είτε τέλος δια μέσω του Αρμόδιου Εισαγγελέα Πρωτοδικών, να τεθεί σε δικαστική συμπαράσταση. Το Δικαστήριο ορίζει με σχετική απόφασή του δικαστικό συμπαραστάτη, ο οποίος εκπροσωπεί πλέον τον συμπαραστατούμενο σε όλες τις υποθέσεις και δικαιοπραξίες του, καθώς και εποπτικό συμβούλιο.
Η δικαστική συμπαράσταση σύμφωνα με το άρθρο 1667 του Αστικού Κώδικα αποφασίζεται από το δικαστήριο και η σχετική αίτηση μπορεί να υποβληθεί από: α) τον ίδιο τον πάσχοντα, β) το σύζυγό του, εφόσον υπάρχει έγγαμη συμβίωση, γ) τους γονείς του, δ) τα τέκνα του, ε) τον Εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Σύμφωνα δε με την παρ. 2 του ως άνω άρθρου, ορίζεται ότι εάν το πρόσωπο πάσχει αποκλειστικά από σωματική αναπηρία, το δικαστήριο αποφασίζει μόνο μετά από αίτηση του ίδιου.
Ως δικαστικός συμπαραστάτης ορίζεται το φυσικό πρόσωπο το οποίο κρίνεται από το Δικαστήριο κατάλληλο να ασκήσει τα καθήκοντα αυτά, με γνώμονα το συμφέρον του συμπαρασταούμενου.
Δεν μπορεί όμως να διοριστεί ως δικαστικός συμπαραστάτης: α) αυτός που δεν έχει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα, β) ο ενήλικος για τον οποίο έχει διοριστεί προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης, γ) αυτός που συνδέεται με σχέση εξάρτησης ή με οποιονδήποτε άλλο στενό δεσμό με τη μονάδα ψυχικής υγείας στην οποία ο συμπαραστατέος έχει εισαχθεί για θεραπεία ή απλώς διαμένει. Στην περίπτωση που δεν βρίσκεται κατάλληλο φυσικό πρόσωπο για να διοριστεί ως δικαστικός συμπαραστάτης, η δικαστική συμπαράσταση ανατίθεται σε σωματείο ή ίδρυμα, που έχουν συσταθεί ειδικά για τον σκοπό αυτό και διαθέτουν το κατάλληλο προσωπικό και υποδομή, διαφορετικά στην αρμόδια κοινωνική υπηρεσία (άρθρο 1671 ΑΚ).
Περαιτέρω, το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να διορίσει μετά από αίτηση ενός από τα πρόσωπα που ανωτέρω αναφέρθηκαν ή και αυτεπαγγέλτως προσωρινό δικαστικό συμπαραστάτη. Η εξουσία του περιλαμβάνει κάθε ασφαλιστικό μέτρο απαραίτητο για να αποφευχθεί σοβαρός κίνδυνος για το πρόσωπο ή την περιουσία του συμπαραστατέου.
Αναφορικά με τα αποτελέσματα της δικαστικής συμπαράστασης, το δικαστήριο που υποβάλλει ένα πρόσωπο σε δικαστική συμπαράσταση:
1) τον κηρύσσει ανίκανο για όλες (πλήρης) ή για ορισμένες δικαιοπραξίες (μερική), γιατί κρίνει ότι αδυνατεί να ενεργεί για αυτές αυτοπροσώπως (στερητική δικαστική συμπαράσταση), είτε
2) ορίζει ότι για την ισχύ όλων (πλήρης) ή ορισμένων δικαιοπραξιών (μερική) απαιτείται η συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη (επικουρική δικαστική συμπαράσταση), είτε
3) αποφασίζει συνδυασμό των δύο προηγούμενων ρυθμίσεων.
Η συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη, από την οποία εξαρτάται η ισχύς όλων ή ορισμένων δικαιοπραξιών αυτού που έχει υποβληθεί σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση, παρέχεται εγγράφως και μόνο πριν την επιχείρηση της πράξης. Αν ο δικαστικός συμπαραστάτης αρνείται να συναινέσει, αποφασίζει το δικαστήριο ύστερα από αίτηση του συμπαραστατούμενου, ενώ οι πράξεις του συμπαραστατούμενου είναι άκυρες, αν επιχειρήθηκαν χωρίς αυτή τη συναίνεση. Δικαίωμα να προτείνει την ακυρότητα της πράξης έχει μόνο ο δικαστικός συμπαραστάτης, ο συμπαραστατούμενος και οι καθολικοί και οι ειδικοί διάδοχοί του. Η υποβολή του συμπαραστατούμενου σε καθεστώς πλήρους στέρησης της δικαιοπρακτικής του ικανότητας πρέπει να ορίζεται στην απόφαση ρητά. Επίσης, δεν μπορεί, εφόσον δεν του έχει επιτραπεί ρητά, να επιχειρεί μόνος χαριστικές δικαιοπραξίες, να εισπράττει απαιτήσεις και να παρέχει εξόφληση.
Μάλιστα, αν το δικαστήριο υποβάλλει τον συμπαραστατούμενο σε συνδυασμό στερητικής και επικουρικής δικαστικής συμπαράστασης ορίζει ρητά στην απόφασή του ποιες πράξεις δεν μπορεί ο συμπαραστατούμενος να επιχειρεί αυτοπροσώπως και ποιες δεν μπορεί να επιχειρεί χωρίς τη συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη του. Ο συνδυασμός μπορεί να συνίσταται και στο να αφαιρεί το δικαστήριο από αυτόν που έχει υποβάλλει σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση την αυτοπρόσωπη διοίκηση της περιουσίας του, είτε στερώντας του ταυτόχρονα και την ελεύθερη διάθεση των εισοδημάτων από αυτήν είτε όχι και να την αναθέτει στον δικαστικό συμπαραστάτη.
Τα έργα της εποπτείας της δικαστικής συμπαράστασης ασκεί το εποπτικό συμβούλιο που αποτελείται από τρία έως πέντε μέλη, τα οποία διορίζονται με την ίδια απόφαση που διορίζει τον δικαστικό συμπαραστάτη και είναι συγγενείς ή φίλοι του συμπαραστατούμενου. Στην περίπτωση του προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη, τα έργα της εποπτείας της δικαστικής συμπαράστασης ασκεί ο ειρηνοδίκης.
Το δικαστήριο μπορεί να αναθέτει στον δικαστικό συμπαραστάτη εν όλω ή εν μέρει και την επιμέλεια του προσώπου του συμπαραστατούμενου και κυρίως η επιμέλεια ανατίθεται όταν πρόκειται για στερητική δικαστική συμπαράσταση. Κατά την άσκηση της επιμέλειας, ο δικαστικός συμπαραστάτης οφείλει να εξασφαλίζει στον συμπαραστατούμενο τη δυνατότητα να διαμορφώνει μόνος του τις προσωπικές του σχέσεις, εφόσον του το επιτρέπει η κατάστασή του.
Τέλος, τα αποτελέσματα της δικαστικής συμπαράστασης αρχίζουν αφότου δημοσιευθεί η σχετική απόφαση. Για την έναρξη όμως του λειτουργήματος του δικαστικού συμπαραστάτη απαιτείται τελεσιδικία της απόφασης που τον διορίζει. Για το διάστημα από τη δημοσίευση της απόφασης μέχρι και την τελεσιδικία αυτής, ο διορισμός προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη είναι υποχρεωτικός.