Δεν μπορεί να απαγορευθεί η διατήρηση ζώων συντροφιάς με τον κανονισμό της πολυκατοικίας, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 8 του Ν. 4039/2021, περί διατήρησης ζώων συντροφιάς σε κατοικίες.
Σύμφωνα με το Ν. 4039/2012 «για τα δεσποζόμενα και τα αδέσποτα ζώα συντροφιάς και την προστασία των ζώων από την εκμετάλλευση ή τη χρησιμοποίηση με κερδοσκοπικό σκοπό» και ειδικότερα στο άρθρο 1, ως κατοικίδιο ζώο ορίζεται: «κάθε μη άγριο ζώο, που συντηρείται ή προορίζεται να συντηρηθεί από τον άνθρωπο, κυρίως μέσα στην κατοικία του, για λόγους ζωοφιλίας ή συντροφιάς και τελεί υπό την άμεση επίβλεψη και φροντίδα του ιδιοκτήτη, κατόχου, συνοδού ή φύλακά του».
Σύμφωνα, δε, με το άρθρο 8 του ιδίου νόμου, περί διατήρησης ζώων συντροφιάς σε κατοικίες:
«Επιτρέπεται η διατήρηση δεσποζόμενων ζώων συντροφιάς σε κάθε κατοικία. Στις πολυκατοικίες, που αποτελούνται από δύο διαμερίσματα και πάνω, επιτρέπεται η διατήρηση δεσποζόμενων ζώων συντροφιάς σε κάθε διαμέρισμα με την προϋπόθεση ότι αυτά:
- διαμένουν στο ίδιο διαμέρισμα με τον ιδιοκτήτη τους ή τον κάτοχο τους,
- δεν παραμένουν μόνιμα στις βεράντες ή στους ανοιχτούς χώρους του διαμερίσματος,
- η παραμονή στα διαμερίσματα πολυκατοικιών τελεί υπό την επιφύλαξη της τήρησης των κανόνων ευζωίας, των υγειονομικών διατάξεων και των αστυνομικών διατάξεων περί κοινής ησυχίας και
- έχουν ελεγχθεί ηλεκτρονικά, έχουν σημανθεί, καταγραφεί και φέρουν βιβλιάριο υγείας».
- Επιτρέπεται η διατήρηση ζώων συντροφιάς, που έχουν σημανθεί και καταχωρισθεί νομίμως και φέρουν βιβλιάριο υγείας, στις μονοκατοικίες με την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι κανόνες καλής μεταχείρισης και ευζωίας των ζώων, καθώς και οι ισχύουσες υγειονομικές διατάξεις και οι αστυνομικές διατάξεις περί κοινής ησυχίας.
- Απαγορεύεται η διατήρηση και παραμονή ζώων συντροφιάς σε κοινόχρηστους χώρους της πολυκατοικίας. Επιτρέπεται όμως στην πυλωτή, στην ταράτσα, στον ακάλυπτο χώρο και στον κήπο εφόσον υφίσταται η ομόφωνη απόφαση της γενικής συνέλευσης των ιδιοκτητών.
- Οι ανωτέρω αριθμητικοί περιορισμοί ισχύουν μόνο για σκύλους και γάτες. Για τα λοιπά ζώα συντροφιάς, πρέπει να τηρούνται οι όροι της παραγράφου 2.»
Με τον ίδιο κανονισμό, μπορεί να περιορίζεται ο μέγιστος αριθμός των ζώων, που επιτρέπονται, στα δύο (2) ζώα ανά διαμέρισμα.
Περαιτέρω, από τις ανωτέρω ειδικότερες ρυθμίσεις του νόμου, προκύπτει ότι αυτός στο σύνολό του, αποτελεί μια πρώτη προσπάθεια του νομοθέτη να ορίσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο ρυθμίζονται οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων σε αναφορά με την ύπαρξη δεσποζόμενων και αδέσποτων ζώων.
Επισημαίνουμε ότι ο νόμος αυτός, αποτελεί τον πρόδρομο των Ν. 4235/2014 και Ν. 4830/2021, οι οποίοι άνοιξαν τον δρόμο για το ελεύθερο τάισμα και πότισμα των αδέσποτων ζώων τόσο από ιδιώτες, όσο και από τους Δήμους, τους οποίους υποχρέωσε να δημιουργήσουν σημεία σίτισης και ποτίσματός τους. Βέβαια και πριν ακόμα και πριν τους νόμους αυτούς, αυτό δεν απαγορευόταν, εφόσον φυσικά, τηρούνταν οι κανόνες υγιεινής και καθαριότητας.
Χαρακτηριστικό κατάλοιπο της προηγούμενης κατάστασης, αποτελούν όροι μισθωτηρίων συμβολαίων, αλλά και καταστατικά πολυκατοικιών, σύμφωνα με τα οποία απαγορεύεται η κατοχή κατοικίδιου ζώου και η διαμονή του εντός διαμερίσματος. Σύμφωνα, ωστόσο, με τα όσα ορίζονται στο άρθρο 8 του Ν. 4039/2012, η διατήρηση ζώων συντροφιάς σε κάθε κατοικία είναι επιτρεπτή, υπό προϋποθέσεις, περιοριστικά απαριθμούμενες σε αυτό.
Αυτό σημαίνει, ότι εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, η κατοχή κατοικίδιου και η διαμονή του σε σπίτι (διαμέρισμα ή οποιαδήποτε άλλη οικία) δεν δύναται να απαγορευτεί, ούτε καν με κανονισμό πολυκατοικίας, ο οποίος μπορεί μόνο να ορίσει τον μέγιστο αριθμό ζώων ανά διαμέρισμα. Στην περίπτωση, δε, που ένας τέτοιος περιορισμός δεν ορίζεται στο καταστατικό, γίνεται δεκτό ότι μπορεί να επιτραπούν και πάνω των δύο (20 ζώων ανά διαμέρισμα, αρκεί να τηρούνται οι προϋποθέσεις που περιγράφονται στο άρθρο 8 παρ.1 εδ. α΄.
Ζήτημα, ωστόσο, ενδέχεται να υπάρχει στην περίπτωση παλαιότερων του Ν. 4039/2012 Κανονισμών πολυκατοικίας, οι οποίοι απαγόρευαν την διατήρηση κατοικίδιων στα διαμερίσματά της, ότε και θα χρειαστεί τροποποίησή του. Σύμφωνα, άλλωστε, με το Ν. 1562/1985 περί «οικοδόμησης συνιδιόκτητων ακινήτων και τροποποίηση διατάξεων του κώδικα πολιτικής δικονομίας για τη διανομή και άλλες διατάξεις» και ειδικότερα το άρθρο 9 αυτού «αν υπάρχει ήδη χωριστή κατ’ ορόφους ή διαμερίσματα ιδιοκτησία, δεν έχει όμως καταρτιστεί κανονισμός των σχέσεων των συνιδιοκτητών, η πλειοψηφία τουλάχιστον 60% των συγκυρίων δικαιούται να ζητήσει δικαστικώς, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων άρθρων, να καταρτιστεί κανονισμός, εφόσον είναι αναγκαίος για τον καθορισμό των σχέσεων των συνιδιοκτητών. Κατά τον ίδιο τρόπο και με πλειοψηφία τουλάχιστον 65% των συγκυρίων, μπορεί να επιτραπεί η συμπλήρωση ή και η τροποποίηση του κανονισμού, όταν εμφανίζει ελλείψεις που εμποδίζουν τη λειτουργία της συνιδιοκτησίας ή τη χρήση των χωριστών ιδιοκτησιών σύμφωνα με τον προορισμό του ακινήτου».
Σε αντιδιαστολή λοιπόν με τα παραπάνω, άλλη αντιμετώπιση έχει τυχόν αντίθετος όρος μισθωτηρίου συμβολαίου, που απαγορεύει τη διατήρηση δεσποζόμενων ζώων συντροφιάς σε κατοικία, καθώς η συμφωνία μεταξύ του εκμισθωτή και του μισθωτή διέπεται από την θεμελιώδη αρχή της «ελευθερίας των συμβάσεων» και ως εκ τούτου υπερισχύει του νόμου.
Αξίζει, δε, να αναφερθεί ότι η ως άνω διαμορφωθείσα κατάσταση και το δικαίωμα που παρέχει ο νόμος να διατηρείται κατοικίδιο ζώο, ακόμα και σε μισθωμένη κατοικία, ουδόλως επηρεάζει το δικαίωμα του εκμισθωτή να καταγγείλει τη μίσθωση στην περίπτωση που δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του ως άνω άρθρου 8 ή παρατηρήσει κακή χρήση του μισθίου, ήτοι της οικίας/διαμερίσματος.
Ειδικότερα κατά το άρθρο 594 του ΑΚ, που εφαρμόζεται και επί εμπορικών μισθώσεων κατ’ άρθ. 15 του π.δ/τος 34/1995, ο εκμισθωτής έχει δικαίωμα να καταγγείλει αμέσως τη μίσθωση αν ο μισθωτής, παρά τις διαμαρτυρίες του εκμισθωτή, δεν μεταχειρίζεται το μίσθιο με επιμέλεια και όπως συμφωνήθηκε. Η διαμαρτυρία αυτή, δε, του εκμισθωτή για την κακή χρήση του μισθίου μπορεί, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου, να εμπεριέχεται και στην αγωγή, με αποτέλεσμα ο μισθωτής να έχει δυνατότητα συμμόρφωσης μέχρι την άσκησή της.
Ειδικότερα, με την ανωτέρω διάταξη θεσπίζεται νόμιμη υποχρέωση του μισθωτή να χρησιμοποιεί το μίσθιο με την επιμέλεια του μέσου, συνετού ανθρώπου. Αντίθετη μεταχείριση, δε, του μισθίου, ήτοι κακή χρήση αυτού συνιστά, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου η καταστροφή μερών, συστατικών ή παραρτημάτων του μισθίου και κάθε βλάβη ή αυθαίρετη, χωρίς τη συναίνεση του εκμισθωτή, επέμβαση του μισθωτή σε αυτό, που αλλοιώνει ουσιωδώς το μίσθιο και που έχουν γίνει από τον εκμισθωτή για την εξυπηρέτηση του οικονομικού του σκοπού. Ως εκ τούτου, είναι εμφανές ότι από μόνη της η παρουσία κατοικίδιου ζώου σε οποιαδήποτε κατοικία δεν συνιστά κακή χρήση μισθίου, αλλά απαιτείται είτε αυτή να αντίκειται σε όρο του συμβολαίου μεταξύ του εκμισθωτή και του μισθωτή, είτε η παρουσία αυτή να έχει ένα επιβλαβές αποτέλεσμα, ήτοι καταστροφές, φθορές, αλλοιώσεις, που δεν δικαιολογούνται από τη συνήθη χρήση του να είναι αντίθετη σε μεταξύ τους συμφωνία.
Στις ως άνω περιπτώσεις, δε, αυτή ο εκμισθωτής έχει δικαίωμα όχι μόνο να καταγγείλει την σύμβαση μίσθωσης, αλλά και να αποζημιωθεί, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων 594 ΑΚ, 297 ΑΚ και 298 ΑΚ, τόσο ως προς τη θετική ζημία, όσο ως προς το διαφυγόν κέρδος. Με άλλα λόγια, ο εκμισθωτής έχει αξίωση τόσο ως προς τις φθορές που πραγματοποιήθηκαν στο ακίνητό του, όσο και για τυχόν συνέπειες αυτών (πχ. αδυναμία εκ νέου μίσθωσης του διαμερίσματος εξαιτίας τους), υπό τη μοναδική προϋπόθεση ότι η ζημία του τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την επικαλούμενη κακή χρήση του μισθίου από τον μισθωτή ή ότι εκείνος παρέβη σχετικό όρο του μισθωτηρίου συμβολαίου.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα παραπάνω και με γνώμονα την αρχή της αναλογικότητας του άρθρου 25 του Συντάγματος και της ελευθερίας των συμβάσεων, είναι γεγονός ότι ο Ν. 4039/2012, τελεί σε πλήρη αρμονία με το γενικότερο σύστημα δικαίου της χώρας μας, χωρίς να πλήττονται από την άλλη μεριά και τα συμφέροντα του εκμισθωτή.