Εάν αναληφθεί ολόκληρο το ποσό της χρηματικής κατάθεσης από κοινό τραπεζικό λογαριασμό καταθέσεων από έναν δικαιούχο, επέρχεται απόσβεση της απαίτησης έναντι της τράπεζας και ως προς τον άλλον/άλλους δικαιούχους.
Οι λοιποί δικαιούχοι πλέον αποκτούν απαίτηση (αναγωγικά) έναντι εκείνου που ανέλαβε ολόκληρη την κατάθεση, για την καταβολή ποσού ίσου προς το μερίδιο που τους αναλογεί με βάση τον αριθμό των συνδικαιούχων, εκτός εάν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα επί ολόκληρου του ποσού της κατάθεσης.
Η εσωτερική σχέση μεταξύ των συνδικαιούχων καθορίζει και το μεταξύ τους δικαίωμα αναγωγής. Η αξίωση για συμμετοχή στο χρηματικό ποσό του κοινού λογαριασμού γίνεται αντικείμενο δίκης με την έγερση σχετικής αγωγής, ανεξάρτητα αν ζητείται η πραγματική συμβολή ή τεκμαρτή συμμετοχή. Σε κάθε περίπτωση, η ιδιοποίηση χρημάτων από κοινό λογαριασμό δεν συνιστά υπεξαίρεση, σύμφωνα με την πρόσφατη νομολογία.
Η σχέση μεταξύ των περισσοτέρων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού μπορεί να είναι επαχθής ή χαριστική. Η εσωτερική σχέση είναι επαχθής, όταν οι συνδικαιούχοι συνδέονται μεταξύ τους με εταιρεία ή με σύμβαση δανείου ή εντολής, ενώ χαριστική είναι όταν μεταξύ τους οι συνδικαιούχοι συνδέονται με σύμβαση δωρεάς εν ζωή ή αιτία θανάτου, με κληροδοσία ή άλλη χαριστική επίδοση εν ζωή ή αιτία θανάτου. Στην περίπτωση της εντολής ο εντολέας ορίζει άλλον ως συνδικαιούχο, αναθέτοντάς του, απλώς προς διευκόλυνσή του, να προβαίνει σε ορισμένες ενέργειες σχετικές με την κίνηση του λογαριασμού και τα χρήματα τα οποία έχει καταθέσει σε αυτόν. Στην τελευταία αυτή περίπτωση εφαρμόζονται οι περί εντολής διατάξεις (άρθρα 713 επ. ΑΚ) και ο εντολέας, εφόσον προβλέφθηκε ότι ο εντολοδόχος δεν θα προβαίνει σε αναλήψεις χωρίς προηγούμενη συγκεκριμένη εντολή του, έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τον αναλαβόντα την κατάθεση – συνδικαιούχο του λογαριασμού ολόκληρο το ποσό που ανέλαβε. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 713, 714 και 719 ΑΚ, με τη σύμβαση της εντολής ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να διεξάγει χωρίς αμοιβή την υπόθεση που του ανέθεσε ο εντολέας, ευθύνεται για κάθε πταίσμα και έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα καθετί που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 ΑΚ προκύπτει, ότι ο εντολοδόχος, εφόσον ενήργησε παραβαίνοντας τους όρους της εντολής, έχει υποχρέωση να ανορθώσει κάθε ζημία την οποία υπέστη ο εντολέας και η οποία έχει ως γενεσιουργό αιτία το πταίσμα του εντολοδόχου.