Στις μέρες μας, αμείωτο παραμένει το ενδιαφέρον των πολιτών για το ζήτημα της κήρυξης κάποιου, συγγενικού τους συνήθως προσώπου, σε δικαστική συμπαράσταση. Αυτή η νομική ενέργεια έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς καθιστά το μεν πρόσωπο που υποβάλλεται σε δικαστική συμπαράσταση πλήρως ή μερικώς ανίκανο να προβαίνει σε όλες ή, σε συγκεκριμένες συναλλαγές, τον δε δικαστικό του συμπαραστάτη αρμόδιο να δρα για λογαριασμό του συμπαραστατούμενου και να διαχειρίζεται την περιουσία του με κάθε νόμιμο τρόπο.
1.ΠΟΙΟΙ ΥΠΟΒΑΛΛΟΝΤΑΙ
Σε δικαστική συμπαράσταση αρχικά, δικαιούνται να υποβληθούν, σύμφωνα με το νόμο, πρόσωπα τα οποία είτε πάσχουν από κάποια διαπιστευμένη ιατρικά ψυχική ή διανοητική διαταραχή ή σωματική αναπηρία είτε έχουν κάποια εξάρτηση (από τις ουσίες, το αλκοόλ ή τα τυχερά παιχνίδια), ώστε να μην εκθέτουν σε κίνδυνο τον εαυτό και τους οικείους τους.
2.ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Η διαδικασία δεν είναι ιδιαίτερα σύνθετη. Για την υποβολή σε δικαστική συμπαράσταση απαιτείται η υποβολή αίτησης από τον ίδιο τον πάσχοντα, από τα συγγενικά του πρόσωπα (την σύζυγο, τα τέκνα του κ.ο.κ.)-όπως γίνεται συχνότερα- ή από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, χωρίς δηλαδή να έχει προηγηθεί η υποβολή αίτησης. Η αίτηση αυτή αρκεί να περιλαμβάνει τα ατομικά στοιχεία του προσώπου που ζητά να τεθεί υπό δικαστική συμπαράσταση, τα ατομικά στοιχεία του εποπτικού συμβουλίου (= τριών έως πέντε ατόμων τα οποία θα συμβουλεύουν τον συμπαραστάτη) και, τέλος, μια πλήρη περιγραφή των πράξεων τις οποίες θα νομιμοποιείται να διενεργεί ο συμπαραστάτης.
Συνημμένη με την αίτηση, πρέπει οπωσδήποτε να είναι μια ιατρική γνωμάτευση ιατρού, νευρολόγου ή ψυχιάτρου δημόσιου νοσοκομείου, ή, εναλλακτικά δύο βεβαιώσεις ιδιωτών ιατρών αντίστοιχης ειδικότητας.
Για να αποφασίσει το δικαστήριο επί της ως άνω αίτησης, λαμβάνει υπόψη αντικειμενικά κριτήρια τα οποία αποσκοπούν στην διαπίστωση της καταλληλότητας του δικαστικού συμπαραστάτη και στην μέγιστη δυνατή εξυπηρέτηση του πάσχοντος-προσώπου που πρόκειται να υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση. Μερικά απ’αυτά είναι η τυχόν σύγκρουση των οικονομικών ιδίως συμφερόντων συμπαραστάτη και συμπαραστατούμενου και η δυνατότητα του δικαστικού συμπαραστάτη να φροντίσει και να ικανοποιήσει αποτελεσματικά τις ψυχικές και σωματικές ανάγκες του συμπαραστατούμενου.
3. ΜΟΡΦΕΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Αναλόγως, τέλος με την σοβαρότητα της νόσου ή της εξάρτησης του πάσχοντος, το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να κηρύξει διαφορετικές «μορφές» δικαστικής συμπαράστασης. Αυτές είναι η πλήρης στερητική, όπου ο δικαστικώς συμπαραστατούμενος αδυνατεί να τελέσει οποιαδήποτε πράξη αυτοπροσώπως (τις τελεί όλες ο δικαστικός συμπαραστάτης) και η μερική στερητική, όπου αδυνατεί να τελέσει αυτοπροσώπως ορισμένες πράξεις (οι οποίες θα συγκεκριμενοποιούνται στο κείμενο της απόφασης). Υπάρχουν από την άλλη δύο είδη επικουρικής δικαστικής συμπαράστασης πλήρης ή μερική αντιστοίχως, για τις περιπτώσεις που το δικαστήριο κρίνει ότι το πρόσωπο που θα τεθεί υπό δικαστική συμπαράσταση δεν είναι απόλυτα ανίκανο να επιμεληθεί των υποθέσεών του. Στην πλήρη ή μερική επικουρική συμπαράσταση δηλαδή, απαιτείται η συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη για να έχουν ισχύ οι διενεργούμενες πράξεις.
ε κάθε περίπτωση πρέπει να επισημάνουμε ότι η όλη διαδικασία της δικαστικής συμπαράστασης αποτελεί έναν προστατευτικό θεσμό για τους πολίτες οι οποίοι εξαιτίας της αναπηρίας τους ή κάποιας ψυχικής νόσου δεν μπορούν να αντιληφθούν το περιεχόμενο, την σημασία και τις έννομες συνέπειες των πράξεών τους.
