Η αλλαγή του επωνύμου, αναμφίβολα αποτελεί ζήτημα εξαιρετικής σημασίας και κρισιμότητας για τον κοινωνό του δικαίου που επιθυμεί και επιδιώκει την σχετική αλλαγή. Από την άλλη, όμως, πλευρά το ίδιο ζήτημα απασχολεί και την έννομη τάξη ενόψει της ανάγκης εξασφάλισης και διατήρησης της ασφάλειας των συναλλαγών και γι’ αυτόν τον λόγο, άλλωστε, η σχετική διαδικασία έχει καταστεί άκρως τυπική και αρκετά δύσκολη, υπό την έποψη και των περιορισμένων και εξαιρετικών λόγων που δικαιολογούν την εν λόγω αλλαγή.
Αναφορικά με την διερεύνηση του ζητήματος της αρμοδιότητας για την αλλαγή επωνύμου, στα πλαίσια του Κεφάλαιο Γ΄ της Φ. 42301/12167/28.6.1995 απόφασης του Υφυπουργού Εσωτερικών, ορίζονται τα εξής:
… «1. Για την αλλαγή επωνύμου υποβάλλεται στο νομάρχη αίτηση του ενδιαφερομένου… στην οποία πρέπει να ορίζεται λεπτομερώς ο σκοπός για τον οποίο επιδιώκεται η μεταβολή και να δηλώνεται το επώνυμο του οποίου ζητείται η πρόσληψη. Η αίτηση αυτή απευθύνεται στο νομάρχη, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται ο δήμος ή η κοινότητα, στο μητρώο αρρένων ή το δημοτολόγιο του οποίου είναι γραμμένος ο ενδιαφερόμενος. … 2. Ο νομάρχης παραγγέλλει, με δαπάνη του ενδιαφερομένου, τη δημοσίευση περίληψης της αίτησης αλλαγής επωνύμου σε μία εφημερίδα από αυτές που εκδίδονται στην πρωτεύουσα ή την περιφέρεια του νομού, ή γειτονικού νομού. Η περίληψη πρέπει να περιέχει ακριβή σημείωση περί του ονόματος, επαγγέλματος, τόπου και έτους γέννησης και κατοικίας του ενδιαφερομένου, περί του επωνύμου, η απόκτηση του οποίου επιδιώκεται, ως και πρόσκληση σε κάθε αντιτιθέμενο στη ζητούμενη αλλαγή, όπως μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από της δημοσιεύσεως, υποβάλει στο Νομάρχη τις αντιρρήσεις του. 3. Μετά την πάροδο της προθεσμίας των δεκαπέντε (15) ημερών, ο νομάρχης εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση με την οποία αποδέχεται ή απορρίπτει την αίτηση. Με την ίδια απόφαση, ο νομάρχης αποφαίνεται συγχρόνως και επί των αντιρρήσεων που τυχόν έχουν υποβληθεί κατά της ζητούμενης αλλαγής. Η απόφαση του νομάρχη με την οποία αποδέχεται τη ζητηθείσα αλλαγή επωνύμου, κοινοποιείται στις αρχές που τηρούν δημοτολόγιο και μητρώο αρρένων, στο γραφείο ποινικού μητρώου του οικείου Πρωτοδικείου, στην Εισαγγελία και Αστυνομικές Αρχές του τόπου γεννήσεως και κατοικίας του ενδιαφερομένου και στον ενδιαφερόμενο για να την προσκομίσει στην Αστυνομική Αρχή του τόπου της κατοικίας του, κατά την έκδοση νέου δελτίου ταυτότητος. 4. …».
Δυνάμει του άρθρο 94 παρ. 6 του ν. 3852/2010, η αρμοδιότητα για την έκδοση των σχετικών με την πρόσληψη και αλλαγή επωνύμου πράξεων μεταφέρθηκε στα όργανα των οικείων Δήμων [άρθρ. 75 παρ. ΙΙ περ. 26 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 3463/2006 Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων].
Όσον αφορά δε την τυπικότητα, καθώς και τους εξαιρετικούς και περιορισμένους λόγους, επί των οποίων δύναται να υποβληθεί και να ευδοκιμήσει αίτηση του εκάστοτε ενδιαφερόμενου για την αλλαγή του επωνύμου του, έχει παγιωθεί νομολογιακά (ΣτΕ 962/2011 επτ.), ότι το επώνυμο αποτελεί μεν στοιχείο της προσωπικότητας του ατόμου, όμως η πρόσκτηση ή η αλλαγή του δεν απόκειται στην ιδιωτική βούληση, αλλά ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη, ως θέμα συναπτόμενο με την ασφάλεια των συναλλαγών και των εννόμων εν γένει σχέσεων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου του ατόμου, χωρεί δε καταρχήν διά της διοικητικής οδού. Το αρμόδιο διοικητικό όργανο οφείλει σε κάθε περίπτωση, προπαντός, να εκτιμά τους λόγους που επικαλείται ο αιτών τη μεταβολή του επωνύμου του και να αποφαίνεται ενόψει της σοβαρότητας των λόγων αυτών, εάν ενδείκνυται ή όχι να εγκριθεί η ζητούμενη μεταβολή, αιτιολογώντας ειδικά, από την άποψη αυτή, την απόφασή του (πρβλ. ΣτΕ 852/1957, 221/1962, 1676/01, 1651/09). Σε κάθε περίπτωση, σπουδαίο λόγο που δικαιολογεί την αλλαγή του επωνύμου, αποτελεί ιδίως το κακόηχο ή το δυσφημιστικό επώνυμο, καθώς και ο κίνδυνος προκλήσεως δυσχερειών στις έννομες σχέσεις και τις συναλλαγές εν γένει του αιτούντος τη μεταβολή με τις δημόσιες Αρχές και με ιδιώτες εκ της χρήσεως επωνύμου διαφορετικού από εκείνο, με το οποίο ήταν γνωστός στις σχέσεις του αυτές. (ΕιρΧαν 579/2018, ΤΝΠ NOMOS).