ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ
Η πνευματική ιδιοκτησία αποτελεί είδος δικαιώματος επί αΰλων αγαθών και ανήκει στην ευρύτερη κατηγορία των δικαιωμάτων που προστατεύουν τα έργα της ανθρώπινης διάνοιας και είναι γενικότερα γνωστά με τον τίτλο Δικαιώματα Διανοητικής Ιδιοκτησίας. Η πνευματική ιδιοκτησία, που πλέον ουσιαστικά ταυτίζεται με αυτό που στο Αγγλοαμερικανικό δίκαιο ονομάζεται “Copyright”, δίδει ένα περιορισμένο στο χρόνο, αλλά απόλυτο και αποκλειστικό δικαίωμα στο δημιουργό έργων του πνεύματος, όπως αυτά ορίζονται στο νόμο, να ασκεί μία σειρά από εξουσίες, οικονομικής και ηθικής φύσεως.
Περισσότερα….
Οι συμβάσεις που αφορούν την αξιοποίηση της πνευματικής ιδιοκτησίας κατατάσσονται σε τρείς κατηγορίες:
- Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει, τις συμβάσεις με τις οποίες, μεταβιβάζεται το περιουσιακό δικαίωμα στο σύνολο του ή μεταβιβάζονται ορισμένες μόνο εξουσίες που απορρέουν από αυτό.
- H δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τις συμβάσεις με τις οποίες ο πνευματικός δημιουργός αναθέτει στον αντισυμβαλλόμενο και αυτός αναλαμβάνει την υποχρέωση να ασκήσει ορισμένες μόνο εξουσίες που απορρέουν από το περιουσιακό δικαίωμα. Οι συμβάσεις αυτές ονομάζονται «συμβάσεις εκμετάλλευσης».
- Η τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει τις συμβάσεις με τις οποίες ο πνευματικός δημιουργός απλώς επιτρέπει στον αντισυμβαλλόμενο να ασκήσει όλες ή μερικές από τις εξουσίες του περιουσιακού δικαιώματος και οι συμβάσεις αυτές ονομάζονται «άδειες εκμετάλλευσης».
Στις «συμβάσεις εκμετάλλευσης» και στις συμβάσεις «άδειας εκμετάλλευσης» εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις του ενοχικού δικαίου.
Σύμφωνα με το άρθρο 14 του Ν. 2121/1993, οι δικαιοπραξίες εκείνες που αφορούν τη μεταβίβαση εξουσιών από το περιουσιακό δικαίωμα, την ανάθεση ή την άδεια εκμετάλλευσης και την άσκηση του ηθικού δικαιώματος είναι άκυρες αν δεν καταρτισθούν εγγράφως. Την ακυρότητα αυτή μπορεί να την επικαλεσθεί μόνο ο πνευματικός δημιουργός. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 15 του ίδιου νόμου:
- Η μεταβίβαση του περιουσιακού δικαιώματος και οι «συμβάσεις εκμετάλλευσης» ή «άδειας εκμετάλλευσης» του δικαιώματος αυτού, μπορούν να είναι περιορισμένες από την άποψη των εξουσιών, του σκοπού, της διάρκειας, της τοπικής ισχύος και της έκτασης ή των μέσων εκμετάλλευσης.
- Αν δεν καθορίζεται η διάρκεια της μεταβίβασης ή των συμβάσεων ή της άδειας εκμετάλλευσης και αν κάτι διάφορο δεν προκύπτει από τα συναλλακτικά ήθη, η διάρκεια αυτή θεωρείται ότι περιορίζεται σε πέντε χρόνια.
- Αν δεν καθορίζεται η τοπική ισχύς της μεταβίβασης ή των συμβάσεων ή της άδειας εκμετάλλευσης, θεωρείται ότι αυτές ισχύουν στη χώρα όπου καταρτίσθηκαν.
- Αν δεν καθορίζεται η έκταση και τα μέσα εκμετάλλευσης για τα οποία γίνεται η μεταβίβαση ή συμφωνείται η εκμετάλλευση ή η άδεια εκμετάλλευσης, θεωρείται ότι αυτές αφορούν την έκταση και τα μέσα, που είναι αναγκαία για την εκπλήρωση του σκοπού της σύμβασης ή της άδειας.
- Σε κάθε περίπτωση μεταβίβασης του περιουσιακού δικαιώματος ή παροχής αποκλειστικής άδειας εκμετάλλευσης, εκείνος που αποκτά το δικαίωμα ή την άδεια είναι υποχρεωμένος, μέσα σε εύλογο χρόνο, να καταστήσει το έργο προσιτό στο κοινό με τον κατάλληλο τρόπο εκμετάλλευσης.
Η Ελληνική νομοθεσία, καθιερώνει μια γενική υποχρέωση ποσοστιαίας αμοιβής για κάθε συναλλαγή που έχει ως αντικείμενο το περιουσιακό δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας. Σύμφωνα με το άρθρο 32 του Ν. 2121/1993, η αμοιβή που οφείλει να καταβάλλει ο αντισυμβαλλόμενος στο δημιουργό για δικαιοπραξίες που αφορούν τη μεταβίβαση του περιουσιακού δικαιώματος ή εξουσιών από αυτό, την ανάθεση άδειας εκμετάλλευσης, συμφωνείται υποχρεωτικά σε ορισμένο ποσοστό, το ύψος του οποίου καθορίζεται ελεύθερα μεταξύ των μερών.
Βάση για τον υπολογισμό του ποσοστού είναι όλα ανεξαιρέτως τα ακαθάριστα έσοδα ή τα έξοδα ή τα συνδυασμένα ακαθάριστα έσοδα και έξοδα, που πραγματοποιούνται από την δραστηριότητα του αντισυμβαλλόμενου και προέρχονται από την εκμετάλλευση, του έργου.
Κατ’ εξαίρεση, η αμοιβή μπορεί να υπολογίζεται σε ορισμένο ποσό στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) όταν η βάση υπολογισμού της ποσοστιαίας αμοιβής είναι πρακτικά αδύνατο να προσδιορισθεί ή ελλείπουν τα μέσα ελέγχου για την εφαρμογή του ποσοστού, β) όταν τα έξοδα που απαιτούνται για τον υπολογισμό και τον έλεγχο είναι δυσανάλογα με την αμοιβή που πρόκειται να εισπραχθεί, γ) όταν η φύση ή οι συνθήκες της εκμετάλλευσης καθιστούν αδύνατη την εφαρμογή του ποσοστού, ιδίως όταν η συμβολή του δημιουργού δεν αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του συνόλου του πνευματικού δημιουργήματος ή όταν η χρήση του έργου έχει δευτερεύοντα χαρακτήρα σε σχέση με το αντικείμενο της εκμετάλλευσης.
Περαιτέρω, σε περίπτωση παραβίασης των συμβατικών υποχρεώσεων, ο δικαιούχος έχει δικαίωμα υπαναχώρησης σύμφωνα με τα άρθρα 382-387 ΑΚ. Μετά την υπαναχώρηση, το δικαίωμα επανέρχεται στον αρχικό δικαιούχο ή ελευθερώνεται από τη συμβατική δέσμευση και ο αντισυμβαλλόμενος προσβάλλει την πνευματική ιδιοκτησία ή το δικαίωμα αν εξακολουθεί να ενεργεί πράξεις με περιεχόμενο όμοιο προς το περιεχόμενο του δικαιώματος.