Σύμβαση δανεισμού εργαζομένων μεταξύ επιχειρήσεων για την αντιμετώπιση έκτακτων και εποχιακών αναγκών.
Τα τελευταία χρόνια, ενόψει της ανάγκης αντιμετώπισης έκτακτων, απρόβλεπτων και εποχιακών αναγκών, ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις συμβάλλονται μεταξύ τους στα πλαίσια συμβάσεων δανεισμού εργαζομένων. Η σύμβαση δανεισμού είναι μία τριμερής σύμβαση μεταξύ: α) του αρχικού εργοδότη, β) του δεύτερου εργοδότη και γ) του εργαζόμενου,
Περισσότερα
στα πλαίσια της οποίας ο αρχικός εργοδότης παραχωρεί, επί της ουσίας δανείζει, τις υπηρεσίες του εργαζόμενου, με την απαραίτητη συγκατάθεση του τελευταίου, στον δεύτερο εργοδότη. Ο δανεισμός μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με τη συναίνεση του εργαζομένου, η οποία παρέχεται είτε με την αρχική σύμβαση εργασίας, είτε μεταγενέστερα εν όψει συγκεκριμένου δανεισμού. Η συναίνεση μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, να συνάγεται δηλαδή από τη συμπεριφορά του εργαζόμενου, όπως συμβαίνει λ.χ. όταν ο εργαζόμενος προσέρχεται και προσφέρει την εργασία του στον τρίτο και είναι απαραίτητη, ιδίως όταν μεταβάλλεται ο τόπος της παροχής ή το είδος της παρεχόμενης εργασίας, αφού η αλλαγή αυτή καλυπτόμενη από τη συναίνεση του μισθωτού δεν συνιστά τότε μονομερή μεταβολή των εργασιακών όρων εκ μέρους του αρχικού εργοδότη.
Από την συνδυαστική επισκόπηση των διατάξεων των άρθρων 361, 648 και 651 ΑΚ, συνάγεται ότι είναι επιτρεπτή συμφωνία εργοδότη και μισθωτού, βάσει της οποίας ο εργοδότης θα παραχωρήσει με τη μορφή δανεισμού εργαζομένου τον μισθωτό σε τρίτον, προς τον οποίο αυτός θα παρέχει την εργασία του. Στην περίπτωση αυτή εργοδότης παραμένει, με όλες τις συναφείς υποχρεώσεις, ο αρχικός (ή παραχωρών), ενώ είναι δυνατή συμφωνία ότι ο τρίτος (δευτερογενής, κατά παραχώρησή ή περαιτέρω εργοδότης) θα καταβάλλει το μισθό ή μέρος του χωρίς όρους ή υπό ορισμένες προϋποθέσεις και περιορισμούς. Ο θεσμός αυτός, που στην πράξη εμφανίζεται αρκετά συχνά μεταξύ επιχειρήσεων του ίδιου ομίλου, δεν προσκρούει στην διάταξη του άρθρου 651 του ΑΚ, κατά την οποία κατά κανόνα στη σύμβαση εργασίας η αξίωση του εργοδότη στην εργασία του μισθωτού είναι αμεταβίβαστη, διότι από το συνδυασμό όλων των πιο πάνω αναφερομένων διατάξεων σαφώς συνάγεται ότι αυτή η συμφωνία είναι νόμιμη και επιτρεπτή μεταξύ εργοδότη και τρίτου, μόνον αν συναινεί ο μισθωτός, έστω και αν δεν μεταβάλλονται οι όροι εργασίας του.
Διευκρινίζεται σε αυτό το σημείο, ότι ο δανεισμός εργαζόμενων εμφανίζεται με δύο μορφές, ήτοι: αφενός ως γνήσιος, στο εννοιολογικό περιεχόμενο του οποίου υπάγεται ο ήδη περιγραφείς θεσμός, αφετέρου ως μη γνήσιος, ο οποίος αφορά την δραστηριότητα των εταιρειών προσωρινής απασχόλησης. Ειδικότερα, για γνήσιο δανεισμό γίνεται λόγος όταν ο εργαζόμενος, ενώ προσφέρει την εργασία του κανονικά στον αρχικό εργοδότη, παραχωρείται για κάποιο χρονικό διάστημα (συνήθως σύντομο) σε τρίτη επιχείρηση. Αυτό συμβαίνει συνήθως μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων (όμιλος). Απεναντίας, μη γνήσιο δανεισμός υπάρχει όταν η σύμβαση εργασίας μεταξύ εργαζόμενου και αρχικού εργοδότη προβλέπει ότι ο εργαζόμενος δεν θα προσφέρει την εργασία του στον αρχικό εργοδότη, αλλά σε τρίτο που θα υποδεικνύει ο αρχικός εργοδότης. Ο μη γνήσιος δανεισμός χαρακτηρίζεται και ως κατ’ επιχείρηση δανεισμός, διότι ο αρχικός εργοδότης είναι επιχείρηση, της οποίας αντικείμενο εργασίας είναι ακριβώς να παραχωρεί εργαζόμενους σε τρίτους
Στην περίπτωση του γνήσιου δανεισμού ο δευτερογενής/έμμεσος εργοδότης ασκεί στο δικό του όνομα και με δική του ευθύνη το διευθυντικό δικαίωμα, το οποίο περιλαμβάνει την εξουσία καθορισμού του είδους και του τόπου της εργασίας, ελέγχου και εποπτείας αυτής και λήψεως παντός εν γένει μέτρου συντείνοντας στην κανονική της εκτέλεση. Μόνος δε υπόχρεος στην καταβολή του μισθού παραμένει ο αρχικός εργοδότης δυνάμει της σύμβασης εργασίας, αφού η σύμβαση δεν μεταβάλλεται ως προς την υποχρέωση αυτή, εκτός αν υπάρξει ειδική συμφωνία. Αντίθετα, ο αρχικός αυτός εργοδότης δεν υποχρεούται στην καταβολή της αποζημίωσης του μισθωτού αντιπαροχή παράνομης υπερωριακής απασχόλησης στο νέο εργοδότη (προς ον η παραχώρηση), διότι η παροχή της παράνομης αυτής εργασίας δεν περιλαμβάνεται στις υποχρεώσεις του μισθωτού που προκύπτουν από τη σύμβαση εργασίας έναντι ταυ [αρχικού] εργοδότη του, αλλά στις ιδιαίτερες σχέσεις του εργαζομένου με το ν ο εργοδότη, εκτός αν ειδικώς συνομολογήθηκε να επιβαρύνεται ο αρχικός εργοδότης για την περίπτωση παράνομης υπερωριακής απασχόλησης.
Η σύμβαση δανεισμού δεν επηρεάζει τη σύμβαση εργασίας και αφού αντισυμβαλλόμενος παραμένει ο αρχικός εργοδότης, μετά του οποίου εξακολουθεί να υφίσταται η εργασιακή σχέση, αυτός και βαρύνεται κατά βάση με όλες τις υποχρεώσεις από τη σύμβαση εργασίας, π.χ. με την καταβολή, πέραν του μισθού και των συναφών επιδομάτων αλλά και των σχετικών με την καταβολή τους λοιπών υποχρεώσεων, όπως της παρακράτησης του αναλογούντος στις μισθωτές υπηρεσίες του εργαζομένου φόρου, και με τη χορήγηση όλων των α ει ν και την πληρωμή των ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτικών και εργατικών, βλ. σχετ. ΑΠ 800/2014, ΔΕΕ 2015, σελ. 565, ΧρΙΔ 2015, σελ. 226). Ειδικά ως προς τις τελευταίες γίνεται δεκτό ότι, επειδή ακριβώς με τον δανεισμό του εργαζόμενου δεν δημιουργείται νέα, ισοδύναμη και ανεξάρτητη σχέση εργασίας σε αντικατάσταση της αρχικής αλλ’ αντιθέτως η εργασία παρέχεται στο – δευτερογενή εργοδότη με την ίδια, αρχική, σύμβασή, χωρίς η αλλαγή της κατεύθυνσης της παροχής της εργασίας να καταλύει τον υπάρχοντα ενοχικό δεσμό, ο δανειζόμενος εργαζόμενος εξακολουθεί να ανήκει στο προσωπικό του αρχικού εργοδότη παρά την ένταξή του στην εκμετάλλευση του τρίτου, με αποτέλεσμα η μέριμνα για την κοινωνική του ασφάλιση να βαρύνει τον πρώτο (βλ. ΕφΑθ 163/1989, ΕλλΔ/νη 1991, σελ. 594). Για τον ίδιο λόγο, οι όροι της σύμβασης εργασίας που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ εργαζομένου και αρχικού εργοδότη δεσμεύουν και τον τρίτο, ο οποίος δεν επιτρέπεται να επιφέρει μονομερή βλαπτική μεταβολή τους. Επιπλέον, σε καταγγελία της σύμβασης δικαιούται να προβεί μόνον ο αρχικός εργοδότης (βλ. ΑΠ 1160/2015, ΝΟΜΟΣ), ενώ υποχρεώσεις και δικαιώματα που δεν απορρέουν από την αρχική σύμβαση αλλά προκύπτουν το πρώτον κατά τη διάρκεια του δανεισμού, δεσμεύουν μόνον τον τρίτο και τον εργαζόμενο, εφόσον δεν υφίσταται ειδικότερη συμφωνία (περί όλων των ανωτέρω βλ. και ΑΠ 1580/2012, ΔΕΝ 2013, σελ. 634· ΑΠ 1731/2007, ΝΟΜΟΣ- ΑΠ 1162/2006, ΝΟΜΟΣ- ΕφΠειρ 311/2016, ΝΟΜΟΣ- ΕφΛαρ 235/2012, Δικογραφία 2012, σελ. 574).
Τέλος, τον κατά δανεισμό (δευτερογενή) εργοδότη βαρύνουν οι υποχρεώσεις σεβασμού των όρων δημόσιας τάξης που ισχύουν κατά την εκτέλεση της εργασίας και η τήρηση της υποχρέωσης προνοίας για την εξασφάλιση όρων και συνθηκών κατ’ αυτήν για την προστασία της ζωής και της υγείας του κατά παραχώρηση μισθωτού. Συνεπώς, σε περίπτωση παραβίασής τους κατά τον χρόνο του δανεισμού και δη σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, και τραυματισμού του, ο εργαζόμενος μπορεί να στραφεί, συντρεχόντων και των λοιπών νομίμων όρων ευθύνης, κατά του δευτερογενούς εργοδότη, καθόσον έγνομη σημασία και επιρροή έχει η ιδιότητα του εργοδότη κατά την επέλευση του ατυχήματος, αφού αυτός υπέχει την εξ αυτού σχετική ευθύνη και όχι ο κατά την πρόσληψη του παθόντος εργαζόμενου και μέχρι τον δανεισμό του εργοδότης (βλ. ΑΠ 1116/2011, ΔΕΕ 2012/821), υπό την έννοια ότι ο δευτερογενής εργοδότης ευθύνεται αυτοτελώς για τις δικές του παραβάσεις που οφείλονται στην παραβίαση των μέτρων ασφάλειας και υγιεινής και που σκοπούν, στην προστασία του εργαζόμενου μισθωτού (βλ. ΑΠ 1245/2002, ΕΕΔ τ. 63, σελ. 294- ΕφΠειρ 311/2016 όπ.π.).
Σημειώνεται σε κάθε περίπτωση, ότι η συνολική διάρκεια της σύμβασης δανεισμού, συμπεριλαμβανομένων και των ενδεχομένων ανανεώσεων που γίνονται εγγράφως, δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερη από 36 μήνες, ενώ αν κατά το χρονικό αυτό διάστημα ανασταλεί η λειτουργία της εργασιακής σχέσης για λόγους όπως ασθένεια, στράτευση, εγκυμοσύνη κ.λπ. δεν επηρεάζεται η νομοθετικώς προβλεπόμενη διάρκεια. Σε περίπτωση δε υπέρβασης τού εν λόγω χρονικού ορίου επέρχεται η μετατροπή της υπάρχουσας σύμβασης σε σύμβαση αορίστου χρόνου με τον έμμεσο εργοδότη. Αξίζει δε να υπογραμμισθεί ότι δεν επιτρέπεται παραχώρηση μέσω σύμβασης δανεισμού όταν:
- i. Μέσω αυτής σκοπείται ουσιαστικά η αντικατάσταση εργαζομένων, οι οποίοι ασκούν το δικαίωμα της απεργίας.
- ii. Το προηγούμενο εξάμηνο ο έμμεσος εργοδότης έχει πραγματοποιήσει απολύσεις εργαζομένων της ίδιας ειδικότητας για οικονομικοτεχνικούς λόγους ή το προηγούμενο δωδεκάμηνο ομαδικές απολύσεις.
iii. Ο έμμεσος εργοδότης υπάγεται στις διατάξεις που ορίζουν προσλήψεις μέσω ΑΣΕΠ και
- iv. Η εργασία λόγω της φύσης της εγκυμονεί ιδιαίτερους κινδύνους για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων.