Όταν μεταβιβάζεται (ολόκληρη) περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που μεταβιβάζει και αυτός που αποκτά, ευθύνονται από κοινού για τα χρέη της περιουσίας ή της επιχείρησης που είχαν δημιουργηθεί πριν τη μεταβίβαση (ιδρύεται,δηλαδή, αναγκαστικά ευθύνη εις ολόκληρον). Ως χρέος θεωρείται και το κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού.
Στην πρόσφατη απόφαση του ΑΠ υπ’ αριθμ. 708/2020 αναφέρονται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
Από τη διάταξη του άρθρου 479 εδ. α’ και β’ ΑΚ, που ορίζει "αν με σύμβαση μεταβιβάσθηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει …", προκύπτει ότι ο νομοθέτης θέλησε να θεσπίσει σωρευτική αναδοχή χρέους, υποχρεωτική από το νόμο. Με τον όρο "περιουσία" νοείται το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που είναι δυνατόν να αποτιμηθούν, ειδικώς όμως η ανωτέρω διάταξη, που ομιλεί περί μεταβιβάσεως περιουσίας, νοεί τη μεταβίβαση του ενεργητικού αυτής (ΑΠ 487/1997 ). Η εν λόγω διάταξη είναι αναγκαστικού δικαίου και με αυτήν ιδρύεται παθητική εις ολόκληρον ενοχή (άρθρο 481 ΑΚ), μεταξύ μεταβιβάζοντος και αποκτώντος, για τα χρέη του πρώτου που είχαν δημιουργηθεί πριν από τη μεταβίβαση (ΑΠ 1695/1998). Μάλιστα, ο μεν μεταβιβάζων εξακολουθεί να ευθύνεται απεριορίστως και με ολόκληρη την προσωπική του περιουσία, ο δε αποκτών έως την αξία των μεταβιβαζομένων (περιορισμένη ευθύνη) και με την προσωπική του περιουσία, αλλά και αυτουσίως δια των μεταβιβαζομένων (ΑΠ 451/2012, ΑΠ 1948/2008). Περαιτέρω, η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και σε περίπτωση μεταβιβάσεως ενός μόνον αντικειμένου, όταν αυτό είναι το μόνο ή το πλέον σημαντικό στοιχείο της περιουσίας του μεταβιβάζοντος, εκείνος δε που αποκτά γνωρίζει το γεγονός αυτό κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως ήτοι γνωρίζει, ότι το αντικείμενο που μεταβιβάζεται αποτελεί το όλο ή σημαντικό μέρος της περιουσίας του μεταβιβάζοντος χωρίς να χρειάζεται να γνωρίζει και τα χρέη που βαρύνουν την περιουσία που μεταβιβάζεται, τα οποία πρέπει οπωσδήποτε να υπήρχαν κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως της περιουσίας ή επιχειρήσεως και να μην γεννήθηκαν μεταγενεστέρως, εκτός αν προέρχονται από μεταβολή ή επέκταση της ενοχής που υπάρχει κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως (ΑΠ 1384/2005). Η γνώση αυτή θεωρείται υπάρχουσα όταν, από τις ειδικές συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η μεταβίβαση, αυτός που αποκτά γνώριζε τη γενική περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε να αντιληφθεί ότι αυτό που μεταβιβάστηκε αποτελούσε το σύνολο ή το σημαντικό μέρος της περιουσίας του. Περαιτέρω, τα "χρέη" στα οποία αναφέρεται η ανωτέρω διάταξη μπορεί να είναι οιασδήποτε φύσεως και να πηγάζουν είτε από σύμβαση είτε από τον νόμο είτε από αδικοπραξία κ.λπ. Γεννημένα κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως χρέη νοούνται, εκτός από τα ληξιπρόθεσμα και απαιτητά, και εκείνα που τελούν υπό προθεσμία ή αναβλητική αίρεση, καθώς και εκείνα που στηρίζονται σε έννομη σχέση, από την οποία πηγάζει υποχρέωση προς παροχή. Πρέπει δηλαδή να έχουν συντελεσθεί τα παραγωγικά της γενέσεως του χρέους γεγονότα κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως, αρκεί δε κατά τον χρόνο της πρώτης επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της αγωγής να έχει καταστεί αυτό ληξιπρόθεσμο και απαιτητό (ΟλΑΠ 709/1974). Εξάλλου, χρέος της μεταβιβαζόμενης από τον οφειλέτη περιουσίας αποτελεί και το κατάλοιπο του προβλεπόμενου από τα άρθρ. 874 ΑΚ, 112 Εισ.Ν.ΑΚ και 64 – 67 του ν.δ/τος της 17.7/13.8.1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών" αλληλόχρεου λογαριασμού, που τηρήθηκε για την εξυπηρέτηση παροχής στον πρωτοφειλέτη πίστωσης από τράπεζα, για το οποίο συμβλήθηκε ο οφειλέτης ως εγγυητής, εφόσον η σχετική πιστωτική σύμβαση καταρτίστηκε πριν από τη μεταβιβαστική σύμβαση και αυτό ανεξάρτητα από το αν το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού έγινε από την πιστώτρια τράπεζα μετά την κατάρτιση της μεταβιβαστικής σύμβασης, αφού και στην περίπτωση αυτή η γενεσιουργός αιτία της απαίτησης της πιστώτριας τράπεζας υπήρχε ήδη κατά το χρόνο της μεταβίβασης και μόνον τα κονδύλια των πιστοχρεώσεων του λογαριασμού είχαν αποβάλει, με την καταχώρησή τους σ` αυτόν, την αυτοτέλεια τους και είχαν έκτοτε καταστεί κονδύλια του λογαριασμού, ώστε απαιτητό να είναι πλέον το κατάλοιπο που προκύπτει από το κλείσιμο του λογαριασμού. Με διαφορετική εκδοχή θα υπήρχε το άτοπο να είναι ελεύθερος ο πιστούχος και ο εγγυητής, γνωρίζοντας σε δεδομένη στιγμή την ύπαρξη σε βάρος τους χρεωστικού υπολοίπου από την αντιπαραβολή των κονδυλίων πίστωσης και χρέωσης του λογαριασμού, να προβαίνουν αζημίως σε μεταβίβαση όλων των περιουσιακών τους στοιχείων πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, βλάπτοντας έτσι το δανειστή τους. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 214 Α.Κ. "τα ελαττώματα της βούλησης, η γνώση ή υπαίτια άγνοια ορισμένων περιστατικών, καθώς και η επίδραση τους στη δικαιοπραξία κρίνονται από το πρόσωπο του αντιπροσώπου". Από την διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 211, 213, 215 Α.Κ συνάγεται, ότι στην άμεση αντιπροσώπευση, επειδή ο αντιπρόσωπος εκδηλώνει κατά την επιχείρηση της δικαιοπραξίας δική του βούληση και δεν μεταφέρει ως άγγελος τη βούληση του αντιπροσωπευόμενου, τα ελαττώματα της βουλήσεως, η έννοια του περιεχομένου της δηλώσεως, η γνώση ή υπαίτια άγνοια ορισμένων περιστατικών και η επίδραση τους στην δικαιοπραξία όταν ο νόμος συνδέει τον αποκλεισμό ορισμένων εννόμων συνεπειών κρίνονται από το πρόσωπο του αντιπροσώπου, εκτός αν ο αντιπρόσωπος ενήργησε σύμφωνα με ορισμένες οδηγίες του αντιπροσωπευόμενου, οπότε δεν μπορεί ο αντιπροσωπευόμενος να επικαλεσθεί την άγνοια του αντιπροσώπου για περιστατικά που ο ίδιος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει (ΑΠ 961/2017, ΑΠ 30/2010).