Η εισφορά ενός εταίρου κατά την σύσταση ΕΠΕ δεν είναι απαραίτητο να συνίσταται σε χρήμα, αλλά μπορεί να είναι και εισφορά σε είδος. Σύνηθες είναι το φαινόμενο να μεταβιβάζεται η κυριότητα ενός ακινήτου από τον εταίρο στην ΕΠΕ, με σκοπό την διευκόλυνση των δραστηριοτήτων της εταιρείας, με την αξία της μεταβίβασης να αντιστοιχεί στην εισφορά του. Στην περίπτωση αυτή χρήσιμο είναι να γνωρίζουν τα μέρη τον ενδεδειγμένο χρόνο και τρόπο πραγματοποίησης της μεταβίβασης.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 3190/1955, το εταιρικό κεφάλαιο της ΕΠΕ πρέπει να είναι ολοσχερώς καταβεβλημένο κατά την κατάρτιση της εταιρικής σύμβασης, δηλαδή κατά την υπογραφή του καταστατικού, το οποίο, μεταξύ άλλων, πρέπει να αναφέρει το εταιρικό κεφάλαιο, τη μερίδα συμμετοχής εκάστου εταίρου καθώς και βεβαίωση των ιδρυτών της ότι το κεφάλαιο έχει καταβληθεί (άρθρο 6 παρ.2 περ.ε). Σε περίπτωση που, μεταξύ άλλων, υπάρχουν και εισφορές σε είδος, θα πρέπει να αναφέρεται το αντικείμενό τους, η αξία τους και το τμήμα του κεφαλαίου που καλύπτεται από αυτές (άρθρα 6 παρ. 2 περ. στ` και 4 παρ. 1).
Όπως προκύπτει από τις οικείες διατάξεις, αν το κεφάλαιο δεν έχει καταβληθεί ολόκληρο κατά την υπογραφή του καταστατικού, τότε η σύσταση της εταιρείας πάσχει ακυρότητας. Επομένως, όπως και οι σε χρήμα, έτσι και οι σε είδος εισφορές δεν μπορούν να παρασχεθούν τμηματικά ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο μετά την κατάρτιση του καταστατικού. Επομένως, αν η εισφορά συνίσταται στη μεταβίβαση κυριότητας ακινήτου θα πρέπει να έχει συνταχθεί συμβολαιογραφικό έγγραφο για τη μεταβίβαση του ακινήτου, υπό την αναβλητική αίρεση σύστασης της εταιρείας, και επιπλέον να έχει πραγματοποιηθεί η μεταγραφή/καταχώριση του οικείου συμβολαίου. Επιπλέον, θα πρέπει να έχει προηγηθεί εκτιμητικός έλεγχος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του άρθρου 9 ν. 2190/1920 (αναλογικά εφαρμοζόμενου), εφόσον οι μεταβιβάζοντες είναι εταίροι ή διαχειριστές (αρθ. 5 παρ 2 και 3).
Τόσο ο εκτιμητικός έλεγχος, το αποτέλεσμα του οποίου πρέπει να περιλαμβάνεται στο καταστατικό, όσο και η μεταβίβαση της κυριότητας (και η μεταγραφή της) πρέπει να λάβουν χώρα πριν την κατάρτισή του καταστατικού, διότι διαφορετικά η μεταβίβαση του ακινήτου και η συνακόλουθη καταβολή της εισφοράς θεωρείται ότι δεν έχει ολοκληρωθεί. Μάλιστα, όπως προαναφέρθηκε, η ακυρότητα δεν μπορεί να θεραπευθεί εκ των υστέρων, ακόμη και αν υπάρχει συμφωνία όλων των εταίρων (άρθ. 7 παρ. 4), κάτι που συνεπάγεται ότι με αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, το δικαστήριο υποχρεούται να κηρύξει την ακυρότητα της εταιρικής σύμβασης (άρθ. 7 παρ. 1 και 2).
Επομένως, είναι σημαντικό να γνωρίζουν τα μέρη, προκειμένου να μην βρεθούν προ δυσάρεστων εκπλήξεων, ότι τυχόν μεταβίβαση προς την εταιρεία, ακόμη κι αν αυτή δεν έχει ακόμη συσταθεί, θα πρέπει απαραιτήτως να γίνει πριν την κατάρτιση και υπογραφή του καταστατικού.