Ύστερα από τροποποίηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, σύμφωνα με το άρθρο 1009, αν το ακίνητο που πλειστηριάστηκε ήταν μισθωμένο με επαγγελματική μίσθωση, ο υπερθεματιστής του πλειστηριασμού, έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τη μίσθωση, οπότε η μίσθωση λύεται μετά την πάροδο δύο (2) μηνών από την καταγγελία και τότε ο μισθωτής είναι νομικά υποχρεωμένος να αποχωρήσει από το μίσθιο.
Με την τροποποίηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, που επήλθε με το Ν. 4335/2015 και που έχει εφαρμογή από 1/1/2016, σύμφωνα με το άρθρο 1009 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αν το ακίνητο που πλειστηριάστηκε ήταν μισθωμένο, με επαγγελματική μίσθωση, ο υπερθεματιστής του πλειστηριασμού, έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τη μίσθωση, οπότε η μίσθωση λύεται μετά την πάροδο δύο (2) μηνών από την καταγγελία και τότε ο μισθωτής είναι νομικά υποχρεωμένος να αποχωρήσει αμελλητί και οριστικά από το μίσθιο.
Σύμφωνα με το άρθρο 1005 ΚΠολΔ με την κατακύρωση, και αφότου μεταγραφεί η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, ο υπερθεματιστής αποκτά το δικαίωμα που είχε εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση. Αυτό σημαίνει ότι ο πλειστηριασμός γεννά παράγωγο τρόπο κτήσεως της κυριότητας υπέρ του υπερθεματιστή, ο οποίος, ως ειδικός διάδοχος, υπεισέρχεται στη νομική θέση του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη σε σχέση με το ακίνητο (ΑΠ 306/2014 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 819/2013, ΧρΙΔ 2013/749, ΑΠ 2089/2013, ΧρΙΔ 2014/277).
Ο υπερθεματιστής από της αποκτήσεως της κυριότητος του μισθίου (αρθ. 1005 Κ.Πολ.Δ.) υπεισέρχεται στη μίσθωση αν ο πλειστηριασμός έγινε σε βάρος του εκμισθωτή κυρίου του μισθίου (Α.Π. 259/1993, 1230/1994). Ειδικότερα για να χωρήσει υπεισέλευση του νέου κτήτορα στη μισθωτική σχέση, πρέπει, σε κάθε περίπτωση, η εκποίηση να γίνει από τον κύριο του μισθίου που ήταν συγχρόνως και εκμισθωτής (ΑΠ 1693/1997, 259/1993). Αντιθέτως, ο υπερθεματιστής δεν υπεισέρχεται στη μίσθωση, αν ο πλειστηριασμός έγινε σε βάρος του μη εκμισθωτή κυρίου του μισθίου (Α.Π. 259/1993). Συνεπώς, μέσω της κατακύρωσης με την καταβολή και την μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης, αποκτά το δικαίωμα που είχε ο οφειλέτης κατά ίδιο περιεχόμενο και έκταση αυτοδικαίως (ex lege) (Ολ. ΑΠ 1688/83, Ολ. ΑΠ 2/1993, ΑΠ 1523/2006, ΑΠ 1230/2001, ΑΠ 941/2003, ΑΠ 352/1994, ΑΠ 442/1993 στη ΝΟΜΟΣ).
Ειδικότερα όμως και εφ’ όσον το ακίνητο έχει εκμισθωθεί με σύμβαση επαγγελματικής μίσθωσης, σύμφωνα με το άρθρο 1009 ΚΠολΔ ο υπερθεματιστής έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη μίσθωση, οπότε αυτή λύεται μετά την πάροδο δύο (2) μηνών από την καταγγελία. Η δε περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης αποτελεί εκτελεστό τίτλο που εκτελείται κατά του μισθωτή και του υπομισθωτή, καθώς και κατά οποιουδήποτε αντλεί τα δικαιώματά του από αυτούς ή κατέχει το μίσθιο γι’ αυτούς.
Προϋπόθεση για την εφαρμογή της διάταξης αποτελεί το ακίνητο να ήταν μισθωμένο για την άσκηση σε αυτό επιχείρησης. Συνεπώς, αρχικά κρίσιμος χρόνος για την ενεργοποίηση του δικαιώματος καταγγελίας και εκτέλεσης και της συνεπαγόμενης αυτής ενεργητικής νομιμοποίησης του υπερθεματιστή είναι ο χρόνος ολοκλήρωσης του πλειστηριασμού. Η καταγγελία είναι μονομερής, απευθυντέα και αιτιώδης δήλωση βούλησης κατά το ουσιαστικό Αστικό Δίκαιο, διά της οποίας εκδηλώνεται ρητώς το διαπλαστικό δικαίωμα του υπερθεματιστή να διακόψει την έννομη σχέση της μίσθωσης.
Επομένως, με βάση όλα όσα προαναφέρονται, η τροποποίηση του άρθρου 1009 ΚΠολΔ θεσπίζει ως λόγο καταγγελίας της μίσθωσης, την καταγγελία λόγω πλειστηριασμού. Με τον τρόπο αυτό, παρέχεται στον υπερθεματιστή εκμισθωτή η δυνατότητα άσκησης του ουσιαστικού δικαιώματος της καταγγελίας βάσει του άρθρου 1009 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, εφ’ όσον συντρέχουν οι εξής τρεις προϋποθέσεις: α) η ολοκλήρωση του πλειστηριασμού που οδηγεί στην ενεργητική νομιμοποίηση του υπερθεματιστή ως νέου κυρίου προς άσκηση της καταγγελίας και β) η άσκηση σε αυτό επιχειρηματικής δραστηριότητας εκ μέρους του μισθωτή, επιτρέποντας έτσι την καταγγελία της μίσθωσης βάσει των ανωτέρω και, κατά περίπτωση, ακόμα και την βίαιη αποβολή του μισθωτή από το πλειστηριασθέν μίσθιο.