Προκύπτει συχνά η γνωστοποίηση επιχειρηματικών απορρήτων σε πρόσωπα εκτός της επιχείρησης (λ.χ. στο πλαίσιο της διενέργειας ενός due diligence για μια επικείμενη εξαγορά ή συγχώνευση). Πάντοτε όμως κοινωνοί επιχειρηματικών απορρήτων γίνονται, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, οι εργαζόμενοι.
Οι τελευταίοι βαρύνονται με μια σειρά παρεπόμενων υποχρεώσεων μεταξύ των οποίων και η υποχρέωση εχεμύθειας. Η παραβίαση της συγκεκριμένης υποχρέωσης δικαιολογεί σημαντικές κυρώσεις σε βάρος του παραβάτη (μεταξύ αυτών και η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του).
Οι ρήτρες και υποχρέωση εμπιστευτικότητας είναι δυνατό να επιβάλλονται και μέσω (αυτοτελών) συμφωνητικών εμπιστευτικότητας (NDA). Ενδέχεται να αφορούν εργαζόμενους της επιχείρησης. Είναι, όμως, δυνατό να συνάπτονται και με τρίτους που, για οποιονδήποτε λόγο, γίνονται κοινωνοί επιχειρηματικών απορρήτων. Η διάρκειά τους είναι δυνατό να ταυτίζεται με τη διάρκεια της (όποιας) συμβατικής σχέσης. Μπορεί, όμως, να εκτείνεται και πέρα από αυτή (μετασυμβατικές ρήτρες).
Οι έγγραφες συμφωνίες περί τήρησης του απορρήτου, προσδιορίζουν, κάθε φορά, το περιεχόμενό του. Επίσης: το πλαίσιο (ή/και εύρος) της ζημίας που ενδέχεται να προκαλέσει η παραβίασή του, η οποία, σε διαφορετική περίπτωση, δυσχερώς αποδεικνύεται. Δεν θα πρέπει μάλιστα να διαφεύγει της προσοχής μας πως η εκ των προτέρων συμφωνία για τον τρόπο προσδιορισμού της (δυνητικής) ζημίας διευκολύνει τον υπολογισμό της οφειλόμενης αποζημίωσης.
Είναι δυνατό, στο πλαίσιο αυτό, να συμφωνηθεί: (α) συγκεκριμένη μέθοδος υπολογισμού της ζημίας, (β) συγκεκριμένο ποσό ως κατ’ αποκοπήν αποζημίωση και γ) συγκεκριμένο ποσό ως ποινική ρήτρα.
Ι. ΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ.
Ο ν. 146/1914 καθιερώνει, πέραν της ποινικής, και αστική προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου.
Συγκεκριμένα, το άρθρο 18 §1 προβλέπει ότι η τέλεση των αξιόποινων πράξεων των άρθρων 16 και 17 του ν. 146/1914, γεννά υποχρέωση αποζημίωσης για την αποκατάσταση της ζημίας που προξενήθηκε.
Παράλληλα, ο ν. 146/2019 παρέχει δικαίωμα αποζημίωσης και στην περίπτωση της γενικής ρήτρας του άρθρου 1, η προβλέπει ότι απαγορεύεται στις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές κάθε πράξη που γίνεται προς τον σκοπό ανταγωνισμού και αντίκειται στα χρηστά ήθη. Ο παραβάτης μπορεί να εναχθεί προς παράλειψη και προς ανόρθωση της προκληθείσας ζημίας.
Η αστική προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου ενισχύεται μέσω των διατάξεων ν. 4605/2019 ο οποίος μετέφερε στην εθνική έννομη τάξη την Οδηγία 2016/943 «περί προστασίας της τεχνογνωσίας και των επιχειρηματικών πληροφοριών που δεν έχουν αποκαλυφθεί (εμπορικό απόρρητο) από την παράνομη απόκτηση, χρήση και αποκάλυψή τους».
Ο νόμος αυτός προσδιόρισε ουσιαστικά, την έννοια του εμπορικού απορρήτου και προέβλεψε τις προϋποθέσεις εκείνες υπό τις οποίες η απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου καθίσταται παράνομη.
ΙΙ. ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ.
Η ενίσχυση της προστασίας που προσέφερε ο νόμος αυτός οφείλεται, καταρχάς, στην πρόβλεψη της δυνατότητας παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας μέσω ασφαλιστικών μέτρων (και προσωρινής διαταγής). Σύμφωνα με το άρθρο 22Ε του ν. 1733/1987, εφόσον πιθανολογείται προσβολή του εμπορικού απορρήτου, είναι δυνατό να διαταχθούν τα ακόλουθα ασφαλιστικά μέτρα:
(α) Προσωρινή παύση ή απαγόρευση της χρήσης ή της αποκάλυψης του εμπορικού απορρήτου.
(β) Απαγόρευση της παραγωγής, προσφοράς, διάθεσης στην αγορά ή χρήσης παράνομων εμπορευμάτων. Επίσης, της εισαγωγής, εξαγωγής ή αποθήκευσης παράνομων εμπορευμάτων για τους προαναφερόμενους σκοπούς.
(γ) Κατάσχεση ή παράδοση των εμπορευμάτων για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι είναι παράνομα.
Εναλλακτικά, το αρμόδιο Δικαστήριο (:Μονομελές Πρωτοδικείο) μπορεί να εξαρτά τη συνέχιση της θεωρούμενης παράνομης χρήσης του εμπορικού απορρήτου από την κατάθεση εγγυήσεων. Απαγορεύεται, όμως, ρητά η αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου έναντι κατάθεσης εγγυήσεων.
ΙΙΙ. ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ.
Με την έκδοση δικαστικής απόφασης επί της αγωγής του ζημιωθέντος με την οποία διαπιστώνεται παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου, το δικαστήριο είναι δυνατό να διατάξει ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω μέτρα
(α) Παύση ή απαγόρευση της χρήσης ή της αποκάλυψης του εμπορικού απορρήτου.
(β) Απαγόρευση παραγωγής, προσφοράς, διάθεσης στην αγορά ή χρήσης παράνομων εμπορευμάτων ή της εισαγωγής, εξαγωγής ή αποθήκευσης παράνομων εμπορευμάτων για τους προαναφερόμενους σκοπούς.
(γ) Λήψη μέτρων αποκατάστασης.
(δ) Καταστροφή του συνόλου ή μέρους εγγράφου, αντικειμένου, υλικού, ουσίας ή ηλεκτρονικού αρχείου που περιέχει ή ενσωματώνει το εμπορικό απόρρητο ή παράδοση στον ενάγοντα σύνολο ή μέρος των εν λόγω εγγράφων, αντικειμένων, υλικών, ουσιών ή ηλεκτρονικών αρχείων.
Επιπλέον προβλέπεται μια πρόσθετη δυνατότητα κατά της παράνομης απόκτησης, χρήσης ή αποκάλυψης εμπορικού απορρήτου με την οποία ο ενάγων, μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο να διατάξει λήψη μέτρων για τη διάδοση των πληροφοριών που σχετίζονται με τη δικαστική απόφαση με δαπάνες του παραβάτη, συμπεριλαμβανομένης, μάλιστα, της πλήρους ή μερικής δημοσίευσης της απόφασης.
ΙV. ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΝΗ.
Αποζημίωση χορηγείται ύστερα από αίτημα του ενάγοντος. Απαιτείται δε ο παραβάτης να γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι προέβαινε σε παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου. Στην περίπτωση αυτή, ο παραβάτης καταβάλλει στον κάτοχο του εμπορικού απορρήτου αποζημίωση ανάλογη προς την πραγματική του ζημία. Ο νόμος, μάλιστα, προβλέπει παράγοντες τους οποίους λαμβάνει υπόψη το δικαστήριο για τον καθορισμό της αποζημίωσης. Μεταξύ αυτών και η ηθική βλάβη που προκλήθηκε στον νόμιμο κάτοχο.