To δικηγορικό γραφείο Σπήλιος Σπηλιόπουλος και Συνεργάτες, με την έκδοση μίας πρωτοποριακής απόφασης που εκδόθηκε από το Πολυμελές Πρωτοδικείου Αθηνών, πέτυχε την απόρριψη αγωγής εμπορικού αντιπροσώπου με την οποία ζητούσε την καταβολή αποζημίωσης πελατείας από πελάτη του γραφείου (αποκλειστικό εισαγωγέα οχημάτων στην Ελλάδα) λόγω καταγγελίας της μεταξύ τους εμπορικής συνεργασίας.
Ως αποζημίωση πελατείας ορίζεται η εύλογη (δίκαιη) εκείνη αποζημίωση, την οποία δικαιούται ο εμπορικός αντιπρόσωπος μετά τη λήξη της σύμβασης εμπορικής συνεργασίας, εάν και εφόσον συνέβαλε στη διεύρυνση της σταθερής πελατείας ή προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις με τους ήδη υφιστάμενους πελάτες του πρώην εντολέα του. Η αποζημίωση πελατείας προβλέπεται στο Προεδρικό Διάταγμα 219/1991 και αποτελεί μια ιδιόρρυθμη αξίωση αμοιβής που αφορά την αμοιβή του εμπορικού αντιπροσώπου για την επιτυχή διαμεσολαβητική δραστηριότητα του και για τη συμβολή του στη δημιουργία μιας σταθερής πελατείας, η οποία θα παραμένει στον αντιπροσωπευόμενο παραγωγό μετά την καταγγελία της μεταξύ τους σύμβασης. Η εν λόγω αποζημίωση πελατείας, υπό προϋποθέσεις, δύναται να επιδικασθεί σε περιπτώσεις αποκλειστικού διανομέα, όταν η σύμβαση διανομής ομοιάζει σε μεγάλο βαθμό ως προς τη φύση, το περιεχόμενο και κατά τα ουσιώδη (κρίσιμα) σημεία της με τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας. Στην περίπτωση αυτή, αιτιολογείται η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του Προεδρικού Διατάγματος 219/1991 «Περί Εμπορικών Αντιπροσώπων», δυνάμει του άρθρου 14 παράγραφος 4 του νόμου 3557/2007.
Το ποσό της αποζημίωσης δεν μπορεί να υπερβαίνει ποσό ισοδύναμο με τον ετήσιο μέσο όρο των αμοιβών που εισέπραξε ο εμπορικός αντιπρόσωπος κατά τα πέντε (5) τελευταία έτη της συνεργασίας του με τον παραγωγό / χονδρέμπορο. Εάν η σύμβαση διήρκεσε λιγότερο από πέντε έτη, η αποζημίωση πελατείας υπολογίζεται με βάση το μέσο όρο της εν λόγω περιόδου.
Οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά για την επιδίκαση της αποζημίωσης πελατείας είναι:
(α) Η εισφορά νέων πελατών ή η σημαντική προαγωγή των υποθέσεων με τους υπάρχοντες πελάτες από τον αντιπρόσωπο κατά τη διάρκεια της σύμβασης.
(β) Η διατήρηση ουσιαστικών ωφελειών από τον παραγωγό / χονδρέμπορο, που προκύπτουν από τους ανωτέρω πελάτες μετά τη λύση της σύμβασης.
(γ) Η καταβολή «δίκαιης» αποζημίωσης πελατείας, η οποία υπολογίζεται αφού ληφθούν υπόψη οι περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης και ιδίως οι προμήθειες που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος και που προκύπτουν από τους ανωτέρω πελάτες.
Η αποζημίωση πελατείας δεν οφείλεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
Α) Όταν η αντιπροσωπευόμενη επιχείρηση καταγγείλει τη σύμβαση λόγω υπαιτιότητας του εμπορικού αντιπροσώπου, η οποία θα δικαιολογούσε καταγγελία της σύμβασης κατά πάντα χρόνο.
Β) Όταν ο εμπορικός αντιπρόσωπος καταγγέλλει τη σύμβαση, εκτός εάν η λύση αυτή οφείλεται σε υπαιτιότητα του αντιπροσωπευόμενου ή δικαιολογείται από λόγους ηλικίας, σωματικής αδυναμίας ή ασθένειας του εμπορικού αντιπροσώπου εξαιτίας των οποίων δεν είναι δυνατό να απαιτηθεί εύλογα από αυτόν η εξακολούθηση της δραστηριότητάς του.
Γ) Όταν μετά από συμφωνία με τον αντιπροσωπευόμενο, ο αντιπρόσωπος εκχωρεί σε τρίτο τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει δυνάμει της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας.
Επίσης, ο εμπορικός αντιπρόσωπος χάνει την αξίωση αποζημίωσης πελατείας ή ανόρθωσης εάν δεν γνωστοποιήσει, εξωδίκως με οποιονδήποτε τρόπο ή δικαστικώς με κατάθεση και επίδοση της αγωγής, προς τον αντιπροσωπευόμενο εντός έτους από τη λύση της σύμβασης ότι προτίθεται να ασκήσει το δικαίωμά του (άρθρο 9 παρ. 2 ΠΔ 219/1991). Η αξίωση αποζημίωσης πελατείας περαιτέρω παραγράφεται μετά το πέρας πενταετίας από τη λύση της σχετικής σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας.