Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη, τις περισσότερες θέσεις εργασίας -πάνω από 150.000- σε σχέση με άλλους επιχειρηματικούς κλάδους δημιούργησε την τελευταία εικοσαετία το λιανεμπόριο τροφίμων, το επίπεδο ανταγωνισμού του οποίου χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα υψηλό, ενώ καμία τέτοια εταιρεία δεν έχει «σημαντική δύναμη στην αγορά». Δικαίως έχει αναφερθεί μάλλον ότι ο συγκεκριμένος κλάδος μπορεί να δώσει ή δίνει ήδη λύση στο μόνιμο πρόβλημα της ανεργίας στη χώρα μας, όσο και αν αυτή τείνει να περιοριστεί τα τελευταία χρόνια…
Στη μελέτη διατυπώνεται η μάλλον ορθή άποψη ότι στον κλάδο των σούπερ μάρκετ δεν υπάρχουν χαρακτηριστικά που διευκολύνουν τη συμπαιγνία μεταξύ επιχειρήσεων, παρά την ομοιομορφία των προϊόντων των υπηρεσιών αλλά και των παρόμοιων τιμών και προσφορών που αυτά προσφέρουν. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη μελέτη: «Δεν υπάρχουν εμπόδια εισόδου στην αγορά, οι αλυσίδες χρησιμοποιούν πληθώρα καινοτομιών, ο κλάδος χαρακτηρίζεται από πληθώρα επιχειρήσεων, η δομή του κόστους των αλυσίδων παρουσιάζει σημαντικές διαφοροποιήσεις, δεν υπάρχουν συμφωνίες συνεργασίας μεταξύ αλυσίδων ή συμμετοχές μιας επιχείρησης στο μετοχικό κεφάλαιο μιας άλλης και η τάση της ζήτησης είναι σταθερή καθώς η συμπαιγνία είναι ευκολότερο να διατηρηθεί όταν υπάρχει υψηλός ρυθμός αύξησης της ζήτησης».
Σε αντίστοιχη μελέτη του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών ο κλάδος των σούπερ μάρκετ ή των οποιωνδήποτε παρεμφερών καταστημάτων χαρακτηρίζεται κυρίως από στοιχεία τέλειου ανταγωνισμού», καθώς μεταξύ άλλων η κάθε αλυσίδα είναι μικρή σε σχέση με τη συνολική-μονίμως μεγάλη – ζήτηση (δεδομένου ότι μιλάμε για είδη πρώτης ανάγκης). Υπάρχει πάντοτε ελεύθερη είσοδος νέων επιχειρήσεων στην αγορά, έγκειται δε στα δικά τους επιχειρηματικά «κόλπα» το αν θα καταφέρουν μεσοπρόθεσμα να αποσπάσουν κάποια μερίδα καταναλωτών. Επίσης, παρατηρείται δικαίως ότι στη χώρα καμία εταιρεία λιανεμπορίου τροφίμων δεν έχει « αρκετά σημαντική δύναμη στην αγορά», σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπου ορισμένες αλυσίδες έχουν μερίδια αγοράς ακόμη και μεγαλύτερα του 50%. Μία τέτοια επιχείρηση ωστόσο, αναμφίβολα έχει επιβλαβές για τον εμπορικό ανταγωνισμό αποτέλεσμα, αφού προσεγγίζει την έννοια της επιχείρησης-μονοπωλίου, η οποία οδηγεί άμεσα σε οικονομική καταστροφή των μικρότερων καταστημάτων του λιανεμπορίου και σε όσα καταστήματα συνηθίζουμε να αποκαλούμε απλοϊκά «μπακάλικο της γειτονίας».
Η έρευνα εμβαθύνει περαιτέρω, εντοπίζοντας ότι τα στοιχεία για 55 κατηγορίες προϊόντων (τρόφιμα, είδη οικιακής χρήσης και ατομικής φροντίδας) δείχνουν ότι κάθε κατηγορία προϊόντων ελέγχεται από δυο-τρεις επιχειρήσεις σουπερ-μαρκετ, συνεπεία διαφόρων παραγόντων όπως των προσφορών ή των συμφερουσών συμφωνιών με τους προμηθευτές που μπορεί να έχει συνάψει μια οικονομικά ισχυρότερη επιχείρηση. Παρ’ όλα αυτά, τονίζεται ότι «ο κλάδος παρουσιάζει την πιο εκτενή συνεργατική κουλτούρα στην εφοδιαστική αλυσίδα στην Ελλάδα μεταξύ προμηθευτών και σούπερ μάρκετ. Αυτό του επιτρέπει να προμηθεύει το φθηνότερο καλάθι στην Ευρώπη ιδιαίτερα με τοπικά προϊόντα και να εξασφαλίζει υγιή κερδοφορία των προμηθευτών για επενδύσεις».
Βάσει τέλος μίας παλαιότερης έρευνας, η οποία έχει όμως αξία δεδομένου ότι αναφέρεται σε περίοδο πριν από την οικονομική κρίση, βρέθηκε ότι την τριετία 2001-2003 οι παραγωγικές επενδύσεις των 55 μεγαλύτερων εταιρειών του σχετικού κλάδου (σούπερ μάρκετ και λοιπά καταστήματα) ξεπερνούν το ένα δισεκατομμύριο ευρώ, πραγματοποιήθηκαν δε από ίδια κεφάλαια των επιχειρήσεων χωρίς επιδοτήσεις από το κράτος και «κατατάσσουν τον κλάδο των σούπερ μάρκετ ως έναν από τους κορυφαίους στην Ελλάδα ως προς το ύψος των επενδύσεων». Επίσης οι δέκα ελληνικές αλυσίδες σουπερ μάρκετ βρέθηκε ότι είχαν «σχεδόν τα ίδια ποσοστά εξόδων (20,2% επί των πωλήσεων), με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές (20,1%)», ενώ η χαμηλότερη κερδοφορία τους οφείλεται αποκλειστικά στο μικρό μέγεθος της ελληνικής αγοράς, στον μεγάλο αριθμό καταστημάτων ανά κάτοικο και στη δύσκολη συγκοινωνία (πολλά νησιά, οδικό δίκτυο) κ.ά.