Σύμφωνα με την απόφαση 4364/2019 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι επίδικες μεταβιβάσεις, πραγματοποιήθηκαν σε χρόνο κατά τον οποίο δεν είχαν ακόμα εμφανισθεί οικονομικά προβλήματα στην πρωτοφειλέτρια εταιρεία, γεγονός που αποδεικνύεται από το ότι κατά την ίδια χρονική περίοδο, η ενάγουσα τράπεζα προχώρησε στην λειτουργία ενός τρεχούμενου αλληλόχρεου λογαριασμού με τον οποίο θα χορηγούνταν στην πρωτοφειλέτρια εταιρεία χρηματικά ποσά μέχρι του ορίου των 150.000 ευρώ, προκειμένου να τα χρησιμοποιεί προς κάλυψη των βραχυπρόθεσμων αναγκών της σε κεφάλαιο κίνησης.
Από την ενέργεια της αυτή αποδεικνύεται σε κάθε περίπτωση ότι ακόμα και η ίδια δεν πίστευε και δεν διαπίστωσε κιόλας την ύπαρξη προβλημάτων στην εξυπηρέτηση της αρχικής σύμβασης πίστωσης εκείνη την χρονική περίοδο , διαφορετικά δεν θα προέβαινε στην υπογραφή της ως άνω πρόσθετης πράξης χορήγησης επιπλέον χρηματικών ποσών.
Έλλειψη πρόθεσης βλάβης των συμφερόντων της ενάγουσας τράπεζας, καθόσον για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών μετά την κατάρτιση των επίδικων απαλλοτριώσεων, συνέχιζαν να πραγματοποιούνται καταβολές αξιόλογων χρηματικών ποσών στον αλληλόχρεο λογαριασμό και να παραμένει ενήμερος. Συνεπώς δε γνώριζε ότι με την απαλλοτρίωση των περιουσιακών της στοιχείων θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε να μη δύναται να ικανοποιήσει την απαίτηση της.
Επιπλέον κατά το χρόνο των επίδικων απαλλοτριώσεων, η ενάγουσα τράπεζα δεν είχε προβεί ακόμη στην καταγγελία της σύμβασης πίστωσης, η οποία και πραγματοποιήθηκε επτά χρόνια μετά, ούτε στην έκδοση εκτελεστού τίτλου κατά της εγγυήτριας-πρώτης εναγόμενης, ώστε να βρίσκεται αυτή υπό το καθεστώς του φόβου μίας άμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης στα περιουσιακά της στοιχεία προσπαθώντας μέσω απαλλοτριώσεων σε συγγενικά της πρόσωπα να τα περισώσει.
Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι οι επίδικες χαριστικές δικαιοπραξίες μεταβίβασης, πραγματοποιήθηκαν λόγω του ότι αφορούσαν οικόπεδα με αυθαίρετες οικοδομές, για τα οποία επρόκειτο να νομοθετηθεί η απαγόρευση μεταβίβασής τους, όπως και έγινε με το Ν.4014/2011.
Συνεπώς, εφόσον δεν προέκυψε πρόθεση βλάβης της ενάγουσας κατά την κατάρτιση των φερόμενων ως καταδολιευτικών δικαιοπραξιών η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως κατ ουσίαν αβάσιμη στο σύνολό της.