Στις σύγχρονες συναλλαγές συναντούμε πολλές μορφές συμβάσεων εμπορικής συνεργασίας, όμως ορισμένες από αυτές έχουν αναδειχθεί ως οι βασικές, ακριβώς διότι αντιμετωπίζουν τα βασικά προβλήματα μιας εμπορικής συνεργασίας που αποσκοπεί στη διάθεση ενός προϊόντος, από έναν τρίτο επιχειρηματία ή με τη συνδρομή ενός τρίτου επιχειρηματία, δηλαδή άλλου από τον παραγωγό. Μια τέτοια συμβατική μορφή είναι και η σύμβαση διανομής, η οποία συναντάται σε διάφορους επιχειρηματικούς και εμπορικούς τομείς όπως π.χ. στη διανομή αυτοκινήτων και ανταλλακτικών (με καθορισμό του νομικού πλαισίου της και από οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης 461/2010 & 330/2010), στη διανομή προϊόντων, εμπορευμάτων και αγαθών, στην παροχή υπηρεσιών (ταξιδιωτικοί πράκτορες, ασφαλιστικοί και τραπεζιτικοί πράκτορες, πράκτορες ταχυμεταφορών), σε συμβάσεις δικαιόχρησης (franchise) κλπ.
Τι είναι οι συμβάσεις διανομής.
Η σύμβαση αποκλειστικής διανομής είναι μία διαρκής αμφοτεροβαρής ενοχική σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου, με την οποία, κατά την συνηθέστερη εμφάνισή της στις συναλλαγές, ο μεν παραγωγός ή μεγαλέμπορος (προμηθευτής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να πωλεί κατ` αποκλειστικότητα στον αντισυμβαλλόμενό του διανομέα τα προϊόντα του και να του παρέχει συνεχή υποστήριξη, εφοδιάζοντάς τον σε όλη τη διάρκεια της σύμβασης, ο δε διανομέας αναλαμβάνει την υποχρέωση να προμηθεύεται (αγοράζει) από τον προμηθευτή και κατά τρόπο αποκλειστικό τα σχετικά προϊόντα για τα οποία οφείλει να του καταβάλλει το συμφωνημένο τίμημα και να τα μεταπωλεί στο δικό του όνομα, για δικό του λογαριασμό και με δικό του κίνδυνο (διανομέα), οργανώνοντας όμως την επιχείρηση του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι ενταγμένη στο δίκτυο διανομής του παραγωγού εμπόρου και να τηρεί τους εμπορικούς όρους του τελευταίου, όπως διαφήμιση συγκεκριμένων προδιαγραφών, σήματα και προκαθορισμένος από τον έμπορο τρόπος εξυπηρέτησης πελατών. Η ουσία δηλαδή της σύμβασης αποκλειστικής διανομής συνίσταται στο ότι ο παραγωγός – προμηθευτής παραχωρεί στον αποκλειστικό διανομέα δικαιώματα πώλησης αποκλειστικώς και μόνον των δικών του εμπορευμάτων σε ορισμένη περιοχή με τους δικούς του εμπορικούς όρους (διαφήμιση, σήματα κλπ.). Το κέρδος του διανομέα έγκειται στο ότι η προς αυτόν αποκλειστική πώληση γίνεται με μειωμένες τιμές. Ο κίνδυνος γι’ αυτόν είναι ακριβώς στη μεταπώληση που ο ίδιος αναλαμβάνει με δική του οργάνωση.
Στον αντίποδα, η σύμβαση απλής διανομής είναι ιδιόρρυθμη διαρκής ενοχική σύμβαση, στην οποία, σε αντίθεση με τη Σύμβαση αποκλειστικής διανομής, ο διανομέας διαθέτει ή έχει την ευχέρεια ή/και το δικαίωμα με βάση τη Σύμβαση να διαθέτει, εκτός από τα προϊόντα του παραγωγού, και άλλα προϊόντα άλλων παραγωγών – προμηθευτών. Τούτο επάγεται ότι στη Σύμβαση απλής εμπορικής διανομής δεν υπάρχει το πλέον ουσιώδες στοιχείο της αποκλειστικότητας, ήτοι το στοιχείο της εκ μέρους του διανομέα ανάληψης υποχρέωσης προώθησης διαρκώς και αποκλειστικά των προϊόντων του παραγωγού στην περιοχή ευθύνης του. Το στοιχείο αυτό διαφοροποιεί ουσιωδώς τη νομική φύση και τη λειτουργία της σύμβασης αποκλειστικής διανομής σε σχέση με τη φύση και τη λειτουργία της σύμβασης απλής διανομής και συνακόλουθα, διαφοροποιεί ριζικά τις εκάστοτε εφαρμοστέες σε κάθε περίπτωση διατάξεις.
Νομικό πλαίσιο στις συμβάσεις διανομής.
Αναφορικά με τις ειδικότερες νομοθετικές διατάξεις που διέπουν αφ’ ενός τη Σύμβαση απλής διανομής, αφ’ ετέρου τη Σύμβαση αποκλειστικής διανομής, ο νομοθέτης επιλύει αυθεντικά το άλλοτε υφιστάμενο νομοθετικό κενό με την ρητή διάταξη του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν. 3557/2007 η οποία ορίζει ότι οι διατάξεις του ΠΔ 219/1991 εφαρμόζονται αναλογικά στις συμβάσεις αντιπροσωπείας, οι οποίες αφορούν παροχή υπηρεσιών και αποκλειστικής διανομής, εφόσον, ως συνέπεια της σύμβασης αυτής, ο διανομέας ενεργεί ως τμήμα της εμπορικής οργάνωσης του προμηθευτή.
Με βάση λοιπόν τα ανωτέρω και ιδίως το Ν. 3557/2007, αναλογική εφαρμογή του Προεδρικού Διατάγματος 219/1991 χωρεί ΜΟΝΟΝ στις συμβάσεις αποκλειστικής διανομής και όχι στις συμβάσεις απλής διανομής και μάλιστα όχι αδιακρίτως στις συμβάσεις αποκλειστικώς διανομής, αλλά ΜΟΝΟΝ καθ’ ο μέτρο οι διατάξεις του Προεδρικού Διατάγματος προσαρμόζονται στη φύση και στο περιεχόμενο της εκάστοτε κρινόμενης συμβάσεως, η οποία πρέπει να ομοιάζει κατά τα ουσιώδη σημεία της (essentialia negotii) με τη Σύμβαση της εμπορικής αντιπροσωπείας. Επομένως, συνοψίζοντας τα ανωτέρω, σύμφωνα με τη πάγια θέση του Αρείου Πάγου (ΟλΑΠ 15/2013, ΟλΑΠ 16/2013, ΑΠ 139/2006, ΑΠ 212/2006, ΑΠ 53/2007, ΑΠ 1805/2007, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ») η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του Π.Δ. 219/1991 χωρεί κατ’ αρχήν μόνον στις περιπτώσεις των συμβάσεων αποκλειστικής διανομής και μόνον εφ’ όσον in conreto συντρέχουν σωρευτικά οι κάτωθι ειδικότερες προϋποθέσεις:
α) Εάν ο διανομέας ενεργεί ως τμήμα της εμπορικής οργάνωσης του αντισυμβαλλομένου του, έχοντας την ίδια ασθενή θέση και έντονη εξάρτηση από τον παραγωγό, αλλά και τον αυτό βαθμό ένταξης στο δίκτυο διανομής, που έχει και ο εμπορικός αντιπρόσωπος.
β) Εάν αυτός συμβάλλει στην επέκταση της πελατείας του αντισυμβαλλομένου του, επιτελών σε σημαντική έκταση καθήκοντα συγκρίσιμα με εκείνα του εμπορικού αντιπροσώπου, συνδεόμενος με το δίκτυο πωλήσεων του παραγωγού ή χονδρεμπόρου, όπως ο εμπορικός αντιπρόσωπος.
γ) Εάν αναλαμβάνει ρητά την υποχρέωση να μην διανέμει προϊόντα άλλων παραγωγών ή χονδρεμπόρων.
δ) Εάν το πελατολόγιο του διανομέα είναι κατά τη Σύμβαση σε γνώση του αντισυμβαλλομένου του, παραγωγού – προμηθευτή και μάλιστα, μετά τη λύση της συμβάσεως, οι πελάτες του περιέρχονται στον τελευταίο (παραγωγό – προμηθευτή), εφ’ όσον αυτός εξακολουθεί εν τοις πράγμασι την ίδια δραστηριότητα στην εν λόγω περιοχή.
ε) Εάν γενικώς η οικονομική δράση του διανομέα και τα οικονομικά του οφέλη είναι όμοια με εκείνα του αντιπροσώπου.
To δικαίωμα αποζημίωσης πελατείας στις συμβάσεις διανομής.
Στην πράξη, η αναλογική εφαρμογή του ΠΔ 219/1991 στη σύμβαση αποκλειστικής διανομής αποκτά συνήθως σημασία όσον αφορά στο αίτημα του αποκλειστικού διανομέα για την καταβολή αποζημίωσης πελατείας σε αυτόν. Ειδικότερα, η αποκαλούμενη ως «αποζημίωση πελατείας» δεν παρέχεται κατά κυριολεξία προς αποκατάσταση ζημίας, αλλά ως αμοιβή του εμπορικού αντιπροσώπου, ο οποίος προήγαγε τα συμφέροντα του παραγωγού / χονδρεμπόρου συνεισφέροντας στη διατήρηση ή / και αύξηση της πελατείας του. Γι’ αυτό, άλλωστε, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 περίπτωση γ΄ ΠΔ 219/1991, η χορήγηση της αποζημίωσης πελατείας δεν στερεί από τον εμπορικό αντιπρόσωπο την αξίωση για την ανόρθωση κάθε περαιτέρω ζημίας που υπέστη από την παράνομη συμπεριφορά του παραγωγού / χονδρεμπόρου. Τέτοια περαιτέρω ζημία μπορεί να είναι η ζημία του εμπορικού αντιπροσώπου εξαιτίας λύσης της σχετικής σύμβασης από «αναπόσβεστες» επενδύσεις του προηγούμενου διαστήματος ή και λόγω αθεμίτου ανταγωνισμού.
Το δικαίωμα αποζημίωσης πελατείας γεννάται επίσης και όταν η σύμβαση λύεται λόγω θανάτου του εμπορικού αντιπροσώπου (άρθρο 9 παρ. 1δ’ του ΠΔ 219/1991). Παραίτηση από το δικαίωμα αποζημίωσης πελατείας και ανόρθωσης περαιτέρω ζημίας είτε με σύμβαση είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο δεν χωρεί πριν από τη λήξη της σύμβασης (άρθρο 9 παρ. 4 ΠΔ 219/1991). Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε συμφωνία πριν από τη λήξη της σύμβασης, με βάση την οποία χειροτερεύει, άμεσα ή έμμεσα η εκ του νόμου θέση του αντιπροσώπου σε σχέση με το δικαίωμα αποζημίωσης πελατείας, απαγορεύεται και είναι άκυρη (π.χ. ρήτρα περιορισμού του ύψους της αποζημίωσης).
Επιπλέον, τα ελληνικά δικαστήρια έχουν υπό προϋποθέσεις δεχθεί την ad hoc αναλογική εφαρμογή του άρθρου 9 του ΠΔ 219/1991 για το δικαίωμα αποζημίωσης πελατείας και σε άλλες διαρκείς συμβάσεις διαμεσολάβησης στο εμπόριο, όπως σε συμβάσεις δικαιόχρησης, πρακτορείας ή παραγγελιοδοχικής αντιπροσωπείας. Αναγκαίες προϋποθέσεις για την αναλογική εφαρμογή της σχετική διάταξης είναι η ύπαρξη ομοιότητας (όχι ταυτότητας) καταστάσεων, η ύπαρξη παρόμοιας κατάστασης συμφερόντων και, ενόψει του κατεξοχήν προστατευτικού για τον εμπορικό αντιπρόσωπο χαρακτήρα των περισσότερων διατάξεων του ΠΔ 219/1991, η διαπίστωση της ανάλογης αναγκαίας προστασίας. Τέτοια αναλογία υπάρχει με τον βαθμό ένταξης του τελευταίου στην επιχειρηματική οργάνωση του προμηθευτή και εξάρτησής του από τον τελευταίο.
Προϋποθέσεις για την αποζημίωση πελατείας στις συμβάσεις διανομής.
Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 περίπτωση α΄ του ΠΔ 219/1991, για την καταβολή Αποζημίωση Πελατείας Αποκλειστικού Διανομέα αποζημίωσης πελατείας ο εμπορικός αντιπρόσωπος πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ότι συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Η εισφορά νέων πελατών ή η σημαντική προαγωγή των υποθέσεων με τους υπάρχοντες πελάτες από τον αντιπρόσωπο κατά τη διάρκεια της σύμβασης.
(β) Η διατήρηση ουσιαστικών ωφελειών από τον παραγωγό / χονδρέμπορο, που προκύπτουν από τους ανωτέρω πελάτες μετά τη λύση της σύμβασης.
(γ) Η καταβολή «δίκαιης» αποζημίωσης πελατείας, η οποία υπολογίζεται αφού ληφθούν υπόψη οι περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης και ιδίως οι προμήθειες που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος και που προκύπτουν από τους ανωτέρω πελάτες.
Ειδικότερα, ως ωφέλεια επί εμπορικής αντιπροσωπείας νοείται, ό,τι ωφελεί τον αντιπροσωπευόμενο από τη διάρκειά της και διατηρείται απ’ αυτόν μετά τη λύση της σύμβασης. Ως εισφορά νέων πελατών νοείται η προσέλκυση από τη δραστηριότητα του εμπορικού αντιπροσώπου νέων πελατών, δηλαδή πελατών που δεν υπήρχαν προηγουμένως. Ως σημαντική προαγωγή των υποθέσεων με υπάρχοντες πελάτες νοείται η ασυνήθιστη αύξηση του κύκλου των εμπορικών συναλλαγών με αυτούς.
Ως σημαντική προαγωγή των υποθέσεων με υπάρχοντες πελάτες νοείται η ασυνήθιστη αύξηση του κύκλου των εμπορικών συναλλαγών με αυτούς. Αντίστοιχα, διατήρηση των ουσιαστικών ωφελειών για τον αντιπροσωπευόμενο από υποθέσεις με τους νέους ή παλαιούς πελάτες του εμπορικού αντιπροσώπου υπάρχει όχι μόνο όταν επιβιώνουν τυχόν διαρκείς συμβάσεις, που είχε καταρτίσει με τρίτους ο εμπορικός αντιπρόσωπος, αλλά και όταν από την εκμετάλλευση του γνωστού στον αντιπροσωπευόμενο πελατολογίου του αντιπροσώπου, υπάρχει, για την ίδια περιοχή, εν δυνάμει πελατεία με τη προοπτική κέρδους γι’ αυτόν, έστω και αν συμβατικά προϊόντα είναι επώνυμα και συνεπώς γνωστά στο καταναλωτικό κοινό, λόγω και των διαφημιστικών ενεργειών του ίδιου του αντιπροσωπευόμενου.
Η καταβολή δίκαιης αποζημίωσης κρίνεται ιδιαίτερα με βάση τις προμήθειες που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος και οι οποίες προκύπτουν από τις υποθέσεις με του πελάτες, που παραμένουν στη σφαίρα επιρροής του αντιπροσωπευόμενου.
Ύψος της αποζημίωσης πελατείας στις συμβάσεις διανομής.
Στο άρθρο 9 παράγραφος 1 περίπτωση β΄ του ΠΔ 219/1991 ρητώς ορίζεται ότι το ποσό της αποζημίωσης δεν μπορεί να υπερβαίνει ποσό ισοδύναμο με τον ετήσιο μέσο όρο των αμοιβών που εισέπραξε ο εμπορικός αντιπρόσωπος κατά τα πέντε (5) τελευταία έτη της συνεργασίας του με τον παραγωγό / χονδρέμπορο. Εάν η σύμβαση διήρκεσε λιγότερο από πέντε έτη, η αποζημίωση πελατείας υπολογίζεται με βάση το μέσο όρο της εν λόγω περιόδου.
Ως αμοιβή νοείται η προμήθεια, την οποία εισπράττει ο εμπορικός αντιπρόσωπος από τον αντιπροσωπευόμενο, ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό του τελευταίου, ενώ ως προμήθεια θεωρείται η μικτή προμήθεια, χωρίς την αφαίρεση των οργανωτικών και διοικητικών δαπανών λειτουργίας της επιχειρήσεως του εμπορικού αντιπροσώπου. Την έννοια της αμοιβής στη σύμβαση αποκλειστικής διανομής, στην οποία ο διανομέας ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του, καταλαμβάνει το κέρδος το οποίο εισπράττει ο τελευταίος από την μεταπώληση του προϊόντος στο όνομα και για λογαριασμό του, και ως τέτοιο θεωρείται, σε περίπτωση ανάλογης εφαρμογής των περί εμπορικής αντιπροσωπείας διατάξεων του ΠΔ 219/1991 και επί συμβάσεως διανομής, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, το μικτό κέρδος, ως συνολικό οικονομικό αποτέλεσμα από την εκτέλεση της συμβάσεως. Στο κέρδος μπορεί να καταλογισθεί και η αμοιβή την οποία εισπράττει ο προμηθευτής ή διανομέας από τις υπηρεσίες που προσφέρει υποχρεωτικά για την εκτέλεση της σύμβασης της εμπορικής αντιπροσωπείας ή διανομής, εφόσον οι υπηρεσίες αυτές μετά τη λύση της σύμβασης μεταφέρονται στον αντιπροσωπευόμενο και διατηρούνται απ’ αυτόν ως ωφέλεια του τελευταίου, ο οποίος εισπράττει πλέον την αντίστοιχη αμοιβή από τις υπηρεσίες αυτές.
Έκπτωση από το Δικαίωμα Αποζημίωσης Πελατείας στις συμβάσεις διανομής.
Η αποζημίωση πελατείας δεν οφείλεται (άρθρο 9 παρ. 3 του ΠΔ 219/1991):
Α) Όταν η αντιπροσωπευόμενη επιχείρηση καταγγείλει τη σύμβαση λόγω υπαιτιότητας του εμπορικού αντιπροσώπου, η οποία θα δικαιολογούσε καταγγελία της σύμβασης κατά πάντα χρόνο.
Β) Όταν ο εμπορικός αντιπρόσωπος καταγγέλλει τη σύμβαση, εκτός εάν η λύση αυτή οφείλεται σε υπαιτιότητα του αντιπροσωπευόμενου ή δικαιολογείται από λόγους ηλικίας, σωματικής αδυναμίας ή ασθένειας του εμπορικού αντιπροσώπου εξαιτίας των οποίων δεν είναι δυνατό να απαιτηθεί εύλογα από αυτόν η εξακολούθηση της δραστηριότητάς του.
Γ) Όταν μετά από συμφωνία με τον αντιπροσωπευόμενο, ο αντιπρόσωπος εκχωρεί σε τρίτο τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει δυνάμει της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας.
Αγωγές στις συμβάσεις διανομής.
Η δικαστική προστασία της αξίωσης αποζημίωσης πελατείας ασκείται με τακτική αγωγή ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων. Το βάρος της απόδειξης των προϋποθέσεων θεμελίωσης του δικαιώματος αποζημίωσης πελατείας στη σχετική δίκη το φέρει ο εμπορικός αντιπρόσωπος. Συνεπώς, ο αντιπρόσωπος θα πρέπει να εισφέρει τα σχετικά πραγματικά περιστατικά, που αποδεικνύουν τις εν λόγω προϋποθέσεις, στο ιστορικό της αγωγής του, ώστε αυτή να είναι ορισμένη. Στα πλαίσια αυτά προκειμένου η αγωγή του να μην απορριφθεί λόγω αοριστίας, ο αντιπρόσωπος θα πρέπει να επικαλεστεί και αποδείξει με την αγωγή του ότι:
- Η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας έχει λυθεί,
- Έχει εισφέρει νέους σταθερούς πελάτες ή έχει προαγάγει σημαντικά τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες,
- Η αντιπροσωπευόμενη επιχείρηση μετά τη λύση της μεταξύ τους σύμβασης αντλεί ουσιαστικά οφέλη από τα παραπάνω, και
- Η καταβολή της αποζημίωσης πελατείας κρίνεται δίκαιη ενόψει των περιστάσεων.
Ο εμπορικός αντιπρόσωπος χάνει την αξίωση αποζημίωσης πελατείας ή ανόρθωσης εάν δεν γνωστοποιήσει, εξωδίκως με οποιονδήποτε τρόπο ή δικαστικώς με κατάθεση και επίδοση της αγωγής, προς τον αντιπροσωπευόμενο εντός έτους από τη λύση της σύμβασης ότι προτίθεται να ασκήσει το δικαίωμά του (άρθρο 9 παρ. 2 ΠΔ 219/1991). Η αξίωση αποζημίωσης πελατείας περαιτέρω παραγράφεται μετά το πέρας πενταετίας από τη λύση της σχετικής σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας.