Μόλις δημοσιεύθηκαν οι αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), οι οποίες, σε καταφανή σύγκρουση με την πρόσφατη απόφαση του ΣΤ’ Τμήματος του ΣτΕ για το ίδιο θέμα, έκριναν, κατά πλειοψηφία, ως συνταγματική την κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας των δημοσίων υπαλλήλων, με το Ν. 4093/2012.
Αναλυτικότερα, με Πρόεδρο έδρας την κα Αικατερίνη Σακελλαροπούλου και Εισηγητές τους κ.κ. Ελένη Παπαδημητρίου και Ιωάννη Σπερελάκη, η Ολομέλεια του ΣτΕ, με τις υπ’ αριθμ. 1307-1316/2019 δικαστικές αποφάσεις ανέτρεψε την παραπεμπτική απόφαση του ΣΤ’ Τμήματος του ΣτΕ, η οποία, με συντριπτική πλειοψηφία (6-1), είχε κρίνει αντισυνταγματικές τις περικοπές των επιδομάτων, ως αντίθετες στην αρχή της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, σύμφωνα με τις διατάξεις 4 και 25 του Συντάγματος.
Με τις ανωτέρω αποφάσεις, η πλειοψηφία της Ολομέλειας του ΣτΕ έκρινε ότι η κατάργηση των επιδομάτων με το Ν. 4093/2012 δεν προσκρούει στην αρχή της ισότητας των πολιτών στα δημόσια βάρη, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 5 του Συντάγματος, ούτε στην αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Ειδικότερα, οι αποφάσεις αυτές παραθέτουν τις ακόλουθες σκέψεις: α) Επικαλούνται την υποχρέωση της Ελλάδας να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της λόγω της συμμετοχής της στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Το Δικαστήριο ενσωματώνει στη μείζονα σκέψη των αποφάσεων διατάξεις της Συνθήκης για την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που υποχρεώνουν τα κράτη – μέλη της Ένωσης να αποφεύγουν τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα. Επιπλέον το Δικαστήριο αναφέρει ότι το μέτρο της κατάργησης των επιδομάτων εορτών και αδείας αποβλέπει στην διασφάλιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας των κρατών μελών που έχουν ως νόμισμα το ευρώ και στην εξασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της ζώνης του ευρώ. β) Εκθέτουν ότι το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης των δημοσίων υπαλλήλων δεν πρέπει να προσδιορίζεται με βάση τις προηγούμενες αποδοχές των προσώπων αυτών, αλλά με βάση της γενικότερες επικρατούσες συνθήκες και σε συνάρτηση με το επίπεδο διαβιώσεως του πληθυσμού της Ελλάδας. Με βάση την συλλογιστική αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων εξασφαλίσουν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, συγκριτικά με όσους βρίσκονται κάτω από τα όρια της φτώχειας και με όσους απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα. Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφερθεί ότι η παραπεμπτική απόφαση του ΣΤ Τμήματος του ΣτΕ αναφέρει, αντιθέτως, ότι δεν ελήφθη υπ’ όψιν από τον Έλληνα νομοθέτη το εάν οι αποδοχές των υπαλλήλων του Δημοσίου παραμένουν και μετά τη νέα σοβαρή μείωση, επαρκείς για την αντιμετώπιση του κόστους αξιοπρεπούς διαβίωσης και ανάλογες της αποστολής τους ως οργάνων που εκφράζουν την βούληση του κράτους. γ) Δέχονται ότι η ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων για τον έλληνα νομοθέτη, δεν καθιστά την ρύθμιση του Ν. 4093/2012 και την κατάργηση των επιδομάτων των δημοσίων υπαλλήλων αναιτιολόγητη. Αντιθέτως, η παραπεμπτική απόφαση του ΣτΕ, στο ζήτημα αυτό, έκανε λόγο για πλήρη απουσία μίας τεκμηριωμένης αξιολόγησης εκ μέρους του νομοθέτη για την συγκριτική ανάλυση των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων κάθε δυνατής επιλογής προς επίτευξη του σκοπούμενου αποτελέσματος της δημοσιονομικής προσαρμογής της Χώρας, υπό όρους δημοκρατίας, αναλογικότητας κατ’ άρθρο 25 του Συντάγματος και ισότητας των πολιτών ενώπιον των δημοσίων βαρών, κατ’ άρθρο 4 του Συντάγματος. δ) Τέλος, η Ολομέλεια του ΣτΕ κρίνει ότι με την κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας στο δημόσιο, δεν προσβάλλεται ούτε παραβιάζεται το γράμμα του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, απορρίπτοντας συνολικά κάθε
Αντιθέτως, ισχυρή μειοψηφία της Ολομέλειας του ΣτΕ (2 Αντιπροέδρων και 4 Συμβούλων) συμπορεύθηκε πλήρως με τις κρίσεις του ΣΤ’ Τμήματος του ΣτΕ. Κατέληξε δηλαδή ότι η εν λόγω ρύθμιση του Ν. 4093/2012 είναι αναιτιολόγητη, απρόσφορη και άρα αντισυνταγματική. Και τούτο διότι ούτε στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4093/2012 ούτε στις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης αυτού περιέχεται, σε σχέση με την κατάργηση των εν λόγω παροχών, οποιαδήποτε ειδικότερη αναφορά, εκτίμηση ή άλλη αιτιολογία, η οποία, πάντως, ήταν ιδιαιτέρως επιβεβλημένη, δεδομένου ότι πρόκειται περί παροχών, οι οποίες, όπως δηλώνεται στην ονομασία τους και συνάγεται από τη μακρά ιστορική τους επιβίωση συνδέονται αμέσως με την προστατευόμενη από το Σύνταγμα (άρθρα 2, 5, παρ. 1 και 21) κοινωνική και οικογενειακή ζωή, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στην ελληνική πραγματικότητα τα τελευταία τουλάχιστον 60 χρόνια. Εν συνεχεία, η μειοψηφία κατέληξε ότι δεν αρκεί ούτε στην περίπτωση του επίμαχου μέτρου η επίκληση του δημοσιονομικού οφέλους και μόνον ούτε η χρονίζουσα αδυναμία προώθησης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και είσπραξης των ληξιπρόθεσμων φορολογικών οφειλών, που αποτέλεσαν τους λόγους για τους οποίους κρίθηκαν και πάλι αναγκαίες, μεταξύ άλλων, οι νέες μειώσεις στις αποδοχές των λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου που επέφερε η επίμαχη πλήρης κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας. Εξ άλλου, οι εν λόγω υπάλληλοι έχουν ήδη υποστεί αλλεπάλληλες μειώσεις τόσο των αποδοχών τους, όσο και του εν γένει εισοδήματός τους βάσει των διαφόρων νομοθετημάτων της περιόδου της κρίσης. Οι επίμαχες καταργήσεις δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ειδικότερα ούτε εκ του λόγου ότι αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής που περιέχει δέσμη μέτρων για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, διότι η προϋπόθεση αυτή αποτελεί αναγκαίο όχι όμως και επαρκή όρο για τη συνταγματικότητα των εν λόγων περικοπών.
Ι. Η ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΣΤΕ – ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟΥ ΣΤΙΣ ΕΚΚΡΕΜΕΙΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΔΙΚΕΣ
Α. ΑΓΩΓΕΣ ΜΟΝΙΜΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ (ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ)
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 197 ΚΔιοικΔ «1. Δεδικασμένο δημιουργείται από τις τελεσίδικες και τις ανέκκλητες αποφάσεις, εφόσον οι τελευταίες δεν υπόκεινται σε ανακοπή ερημοδικίας, ως προς το, ουσιαστικό ή δικονομικό, διοικητικής φύσης ζήτημα που με αυτές κρίθηκε, εφόσον τούτο τελεί σε άμεση και αναγκαία συνάρτηση προς το συμπέρασμα που με τις ίδιες έγινε δεκτό. Δεδικασμένο δημιουργείται, επίσης, και όταν το, κατά την προηγούμενη περίοδο ζήτημα, κρίθηκε παρεμπιπτόντως, αν το δικαστήριο ήταν καθ’ ύλην αρμόδιο να το κρίνει, και εφόσον η απόφασή του γι’ αυτό ήταν αναγκαία προκειμένου τούτο να αποφανθεί για το κύριο ζήτημα. 2. Το δεδικασμένο εκτείνεται στις ενστάσεις οι οποίες, είτε ύστερα από προβολή τους είτε αυτεπαγγέλτως, εξετάστηκαν ή έπρεπε να εξεταστούν από το δικαστήριο, καθώς και σε εκείνες οι οποίες δεν ήταν δυνατόν να εξεταστούν από αυτό αυτεπαγγέλτως, αλλά, αν και μπορούσαν να προβληθούν, δεν προβλήθηκαν. Οι τελευταίες αυτές ενστάσεις δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο αν στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα, η ικανοποίηση του οποίου μπορεί να επιδιωχθεί με την άσκηση ευθέως του οικείου ένδικου βοηθήματος. 3. Το αναφερόμενο στις προηγούμενες παραγράφους δεδικασμένο ισχύει υπέρ και κατά εκείνων που διατέλεσαν της δίκης ή μετά το πέρας της, καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοί τους, εκτείνεται δε και σε εκείνους από τους οποίους, σύμφωνα με το νόμο, μπορεί να αξιωθεί η εκπλήρωση της σχετικής υποχρέωσης. Το δεδικασμένο που ισχύει για τον πρωτοφειλέτη καλύπτει και τον εγγυητή, και το αντίγραφο. Το δεδικασμένο που ισχύει για το νομικό πρόσωπο εκτείνεται και στα μέλη του»..
Δεδικασμένο σύμφωνα με έναν γενικό ορισμό είναι η δεσμευτική ενέργεια που απορρέει από τη δικαστική κρίση και έχει ως αποδέκτες τα δικαστήρια που επιλαμβάνονται της ίδιας διαφοράς μεταξύ των ιδίων διαδίκων ή που τίθεται ενώπιον τους ως προδικαστικό το κριθέν ζήτημα. Και στο διοικητικό δίκαιο, λοιπόν, υπάρχουν τα ίδια θεμελιώδη ερωτήματα του αστικού δικονομικού δικαίου. Ήτοι: ποιό είναι το κριθέν ζήτημα και ποιους δεσμεύει. Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα καθορίζει τα αντικειμενικά όρια του δεδικασμένου και η απάντηση στο δεύτερο αφορά στα υποκειμενικά του όρια, όπως αυτά θα αναπτυχθούν αναλυτικότερα κατωτέρω. Η ενέργεια του δεδικασμένου εκδηλώνεται κυρίως εφόσον ανακύψει νέα δίκη. Η δε παραπάνω δεσμευτική ενέργεια είναι ανεξάρτητη από το αποτέλεσμα της δίκης, δηλαδή απορρέει τόσο από την απόφαση που δέχεται το ένδικο βοήθημα όσο και από εκείνη που το απορρίπτει. Το δεδικασμένο σημαίνει την αυξημένη δεσμευτικότητα της δικαστικής απόφασης που επέρχεται μετά το πέρας μιας διαδικασίας ικανής να διαγνώσει τη νομική κατάσταση της επίδικης διαφοράς και η οποία συμπίπτει στο ελληνικό δίκαιο με την διέλευση των δύο βαθμών δικαιοδοσίας και την εξάντληση των τακτικών ενδίκων μέσων ή της ανέκκλητης. Το απρόσβλητο αυτό της δικαστικής απόφασης αποτελεί το τυπικό δεδικασμένο, όπως θα αναλυθεί παρακάτω. Το τέρμα αυτό, που κατ’ ουσίαν δημιουργεί το τυπικό δεδικασμένο, εξυπηρετεί τη λογική, κατά την οποία η παροχή δικαστικής προστασίας δεν μπορεί να σημαίνει την ατέρμονα απασχόληση των δικαστηρίων με μία διαφορά. Κάθε δικαστική έριδα πρέπει για λόγους βεβαιότητας (ασφάλειας) του δικαίου, πραγματώσεως του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος παροχής εννόμου προστασίας με την έννοια της αυθεντικής διάγνωσης των εννόμων συνεπειών αλλά και για πρακτικούς λόγους λειτουργικότητας των δικαστηρίων, να έχει ένα τέλος, πέρα από το οποίο η απόφαση δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Το τέρμα αυτό αποτελεί η τελεσίδικη ή ανέκκλητη απόφαση που δεν μπορεί πια να προσβληθεί. Σημειωτέον ότι, το τυπικό δεδικασμένο δεν αποκλείει τη διόρθωση και ερμηνεία της απόφασης, όπως δεν εμποδίζει την άσκηση έκτακτων ενδίκων μέσων, εκείνων δηλαδή που επιτρέπονται μόνο κατά ορισμένων αποφάσεων ή για ορισμένους μόνο λόγους. Κατά της απόφασης που δέχεται την αίτηση ακύρωσης τρίτος που βλάπτεται από την ακυρωτική απόφαση και δεν παρενέβη στη δίκη ούτε του κοινοποιήθηκε εγκαίρως αντίγραφο του ενδίκου βοηθήματος με σημείωση της δικασίμου μπορεί να ασκήσει τριτανακοπή εντός εξήντα ημερών από την κοινοποίηση προς αυτόν ή εφόσον έλαβε γνώση της απόφασης με άλλο τρόπο (αρ. 51 παρ. 1 πδ 18/1989). Κατά απορριπτικής απόφασης δεν επιτρέπεται τριτανακοπή, αλλά τρίτος , ο οποίος βλάπτεται από την ίδια πράξη δεν εμποδίζεται να ασκήσει νέα αίτηση ακύρωσης, εφόσον βέβαια δεν έχει παρέλθει γι’ αυτόν η προθεσμία προσβολής της. Με το ένδικο αυτό βοήθημα δεν προσβάλλεται η προηγούμενη τελεσίδικη απόφαση κι επομένως δεν θίγεται το τυπικό δεδικασμένο, ενώ εξάλλου, το ένδικο βοήθημα του τρίτου δεν προσκρούει στο ουσιαστικό δεδικασμένο της πρώτης απορριπτικής απόφασης, δηλαδή την ουσιαστική δεσμευτικότητα της απόφασης
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 50 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 «οι αποφάσεις της Ολομέλειας, ακυρωτικές και απορριπτικές, καθώς και των Τμημάτων, αποτελούν μεταξύ των διαδίκων δεδικασμένο που ισχύει και σε κάθε υπόθεση ή διαφορά ενώπιον δικαστικής ή άλλης αρχής, κατά την οποία προέχει το διοικητικής φύσεως ζήτημα που κρίθηκε από το Συμβούλιο.» Στη διάταξη αυτή ορίζονται λακωνικώς, πλην σαφώς, τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου «μεταξύ των διαδίκων», το περιεχόμενο αυτού «το διοικητικής φύσεως ζήτημα που κρίθηκε από το Συμβούλιο», η πηγή του «οι αποφάσεις της Ολομέλειας, ακυρωτικές και απορριπτικές, καθώς και των Τμημάτων», και η έκταση της ισχύος του «και σε κάθε υπόθεση ή διαφορά ενώπιον δικαστικής ή άλλης αρχής, κατά την οποία…» προέχει το διοικητικής φύσεως ζήτημα που κρίθηκε από το Συμβούλιο.
Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 3900/2010 «1. Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς Επιτροπής, αποτελούμενης από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ’ ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα. Μετά την επίλυσή του, το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες. Στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ως άνω ζήτημα, και να προβάλει τους ισχυρισμούς του σχετικά με το ζήτημα αυτό. Για την εν λόγω παρέμβαση δεν καταλογίζεται δικαστική δαπάνη, η δε μη άσκησή της δεν δημιουργεί δικαίωμα ασκήσεως ανακοπής ή τριτανακοπής».
Με βάση τα ανωτέρω, συνάγεται ότι οι υπ’ αριθμ. 1307-1316/2019 δικαστικές αποφάσεις, εκδοθείσες από το ΣτΕ σε μείζονα σύνθεση, παράγουν πλήρη τυπική ισχύ δεδικασμένου, της οποίας τα όρια εκτείνονται υποκειμενικά κατ’ αρχήν στους διαδίκους των Αγωγών, επί των οποίων εκδόθηκαν. Παράλληλα, οι κρίσεις της Ολομέλειας του ΣτΕ παράγουν τυπικό δεδικασμένο, κατ’ αρχήν δεσμευτικό και για τα μονομελή διοικητικά πρωτοδικεία, τα οποία μέχρι την δημοσίευση των κρίσιμων αποφάσεων της Ολομέλειας φέρονται να έχουν αναστείλει την έκδοση οριστικών αποφάσεων, αποστέλλοντας παράλληλα αντίστοιχα προδικαστικά ερωτήματα προς το ΣτΕ, ώστε κάθε υπόθεση δημοσίου υπαλλήλου, διατελούντος σε έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, να υπαχθεί ενώπιον της μείζονος σύνθεσης του ανωτάτου διοικητικού δικαστηρίου της Χώρας, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 3 εδ. β’ του Ν. 3900/2010 σε συνδυασμό με την διάταξη του άρθρου 50 παρ. 5 του π.δ. 18/89, η οποία ορίζει τα εξής: «5. Οι αποφάσεις της Ολομελείας, ακυρωτικές και απορριπτικές, καθώς και των Τμημάτων, αποτελούν μεταξύ των διαδίκων δεδικασμένο που ισχύει και σε κάθε υπόθεση ή διαφορά ενώπιον δικαστικής ή άλλης αρχής, κατά την οποία προέχει το διοικητικής φύσεως ζήτηση που κρίθηκε από το Συμβούλιο». Επομένως, όλα τα διοικητικά δικαστήρια που μέχρι στιγμής έχουν αναστείλει την έκδοση οριστικών αποφάσεων, εν όψει της έκδοσης των αποφάσεων της Ολομέλειας, θα συμπορευθούν τελικά με τις κρίσεις της Ολομέλειας και θα απορρίψουν ως αβάσιμες τις εκκρεμείς ενώπιόν τους αγωγές των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων. Πιθανολογείται δε ότι με βάση την διάταξη του άρθρου 126Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, και προκειμένου να αποφευχθεί η εισαγωγή των εν λόγω εκκρεμών υποθέσεων σε ακροατήριο, στο πλαίσιο της επίσπευσης και της εν γένει οικονομίας της διαδικασίας, οι υποθέσεις για τις οποίες έχουν εκδοθεί σχετικά παραπεμπτικά ερωτήματα θα εισαχθούν ενώπιον Δικαστικών Συμβουλίων, τα οποία, με βάση το προαναφερόμενο άρθρο, αναμένεται να απορρίψουν τις οικείες Αγωγές ως προδήλως αβάσιμες.
Εντούτοις, με βάση το ευρύτερο πνεύμα που διέπει την οργάνωση της διοικητικής δικαιοσύνης, στο πλαίσιο των συνταγματικής περιωπής διατάξεων του άρθρου 87 παρ. 2 και 93 παρ. 4 που καθιερώνουν σύστημα συγκεκριμένου, διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων, τα διοικητικά δικαστήρια που μέχρι την δημοσίευση των αποφάσεων της Ολομελείας, δεν φέρονται να έχουν εκδώσει ανασταλτικές δικαστικές αποφάσεις, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, δεν δεσμεύονται τυπικά να ακολουθήσουν την συλλογιστική της Ολομέλειας του ΣτΕ, αλλά αντιθέτως, ενδέχεται να απέχουν από αυτήν, εκδίδοντας θετικές δικαστικές αποφάσεις, υποκείμενες στην δικονομική ευχέρεια του Ελληνικού Δημοσίου να ασκήσει τα προβλεπόμενα ένδικα μέσα, με σκοπό την ανατροπή τους.
Β. ΑΓΩΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΑΟΡΙΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ (ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ)
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας «Τα πολιτικά δικαστήρια απαγορεύεται να επεμβαίνουν σε διοικητικές διαφορές ή υποθέσεις που υπάγονται σε διοικητικά δικαστήρια ή αρχές, όπως επίσης απαγορεύεται τα διοικητικά δικαστήρια ή αρχές, να επεμβαίνουν σε διαφορές ή υποθέσεις του ιδιωτικού δικαίου και επιτρέπεται μόνο η εξέταση των ζητημάτων που ανακύπτουν παρεμπιπτόντως». Με βάση την προαναφερόμενη διάταξη και το ευρύτερο πνεύμα του δικαίου, αναφορικά με την ισχύ δεδικασμένου και τα προσδιορισμένα αντικειμενικά και υποκειμενικά όριά της στην διοικητική αλλά και στην πολιτική δίκη, οι υπό κρίσιν δικαστικές αποφάσεις της Ολομέλειας του ΣτΕ δεν δεσμεύουν κατ’ αρχήν τα πολιτικά δικαστήρια, ενώπιον των οποίων έχουν ασκηθεί και εκκρεμούν αγωγές υπαλλήλων, διατελούντος σε έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου ορισμένου και αορίστου χρόνου στο πλαίσιο του Δημοσίου, των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέα. Κατά συνέπεια, τα πολιτικά δικαστήρια, mutatis mutandis, έχουν την δικονομική ευχέρεια να απόσχουν από την συλλογιστική της Ολομέλειας και να κάνουν δεκτές τις ασκηθείσες αγωγές, εκδίδοντας θετικές δικαστικές αποφάσεις, με αντίθετες αιτιολογίες και αξιολογήσεις από αυτές που εισέφερε σε μείζανα σύνθεση το ΣτΕ, αποφάσεις, οι οποίες υπόκεινται, κατά το μάλλον ή ήττον, στην εξίσου προβλεπόμενη δικονομικά ευχέρεια του Ελληνικού Δημοσίου και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, να επιδιώξουν την εξαφάνισή τους, ασκώντας τα προβλεπόμενα προς τούτο ένδικα μέσα.
Στα πολιτικά δικαστήρια, ο έλεγχος της συνταγματικότητας σχετίζεται θετικά ή αρνητικά με το νόμω βάσιμο μιας αγωγής ή μιας αίτησης. Εφόσον αφορά τη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, η κρίση μιας διατάξεως ως αντισυνταγματικής, στο πλαίσιο του διάχυτου, συγκεκριμένου και παρεμπίπτοντος ελέγχου, με βάση τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 87 παρ. 2 και 93 παρ. 4 του Συντάγματος, υποχρεώνει τον πολιτικό δικαστή να μην την εφαρμόσει και άρα να μην την ενσωματώσει στην μείζονα σκέψη της δικανικής συλλογιστικής, προσδιορίζοντας, αναλόγως, το περιεχόμενο του διατακτικού της εκδιδόμενης δικαστικής απόφασης, η οποία θα πρέπει να συνοδεύεται από άρτια, σαφή και ειδική αιτιολόγηση και τεκμηρίωση, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 93 του Συντάγματος.
Επομένως, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις ανωτέρω αναλυτικά εκτιθέμενες σκέψεις, συνάγεται ότι τα πολιτικά δικαστήρια, επιλαμβανόμενα της εκδίκασης Αγωγών υπαλλήλων υπό καθεστώς σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, στο Ελληνικό Δημόσιο ή σε οποιοδήποτε δημόσιο νομικό πρόσωπο, προβαίνουν ελεύθερα και διάχυτα σε παρεμπίπτοντα έλεγχο της συνταγματικότητας της επίμαχης διάταξης του Ν. 4092/2012 αναφορικά με την κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας στο Δημόσιο και συνακόλουθα, έχουν δυνητικά την δικονομική ευχέρεια να απέχουν αιτιολογημένα από τις περί συνταγματικότητας αξιολογήσεις και αποδοχές της Ολομέλειας του ΣτΕ όπως αυτές διατυπώθηκαν στις προσφάτως δημοσιευθείσες υπ’ αριθμ. 1307-1316/2019 δικαστικές αποφάσεις της Ολομέλειας.
ΙI. Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ Ν. 4093/2012 ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (Α.Ε.Δ.) ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 100 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Σύμφωνα με την περ. 5 του άρθρου 100 του Συντάγματος, σε περίπτωση που δύο ανώτατα δικαστήρια της Χώρας εκδώσουν αντιφατικές αποφάσεις, αναφορικά με την συνταγματικότητα μίας νομοθετικής ρύθμισης, αρμόδιο για να αποφανθεί τελειωτικά για το ζήτημα αυτό είναι μόνον το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο.
Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 100 Συντ. συγκροτείται από τους προέδρους των τριών ανώτατων δικαστηρίων της χώρας (Συμβούλιο της Επικρατείας, Άρειος Πάγος και Ελεγκτικό Συνέδριο), τέσσερις Συμβούλους της Επικρατείας και τέσσερις Αρεοπαγίτες, έχει δηλαδή έντεκα μέλη που είναι τακτικοί ανώτατοι δικαστές, στα οποία, όταν εκδικάζει υποθέσεις συνταγματικότητας, προστίθενται δύο ακόμη μέλη (συνολικά, επομένως, δεκατρία) που είναι καθηγητές νομικής. Μεταξύ των άλλων αρμοδιοτήτων που έχει το ΑΕΔ είναι αρμόδιο για την «άρση της αμφισβήτησης» για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα νόμου, σε περίπτωση που υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις ανώτατων δικαστηρίων. Αυτό σημαίνει ότι μια υπόθεση συνταγματικότητας τότε μόνο μπορεί να εισαχθεί στο ΑΕΔ, όταν ένα από τα ανώτατα δικαστήρια κρίνει σε κάποια υπόθεση ότι ορισμένος νόμος είναι αντισυνταγματικός, ενώ ένα άλλο ανώτατο δικαστήριο σε άλλη υπόθεση έκρινε ότι ο ίδιος νόμος (για την ακρίβεια, πρέπει να πρόκειται για την ίδια ακριβώς διάταξη) δεν είναι αντίθετος στο Σύνταγμα. Βεβαίως, ενόψει και της κατανομής των υποθέσεων στις διαφορετικές δικαιοδοσίες, οι πιθανότητες να φτάσει μια υπόθεση στο ΑΕΔ είναι μάλλον περιορισμένες και το ίδιο το ΑΕΔ φροντίζει να οριοθετεί πολύ στενά τη δικαιοδοσία του. Από τη στιγμή πάντως που το ζήτημα συνταγματικότητας εισαχθεί στο ΑΕΔ, αυτό ενεργεί ως οιονεί συνταγματικό δικαστήριο. Οι αποφάσεις του είναι δεσμευτικές για όλους, κάτι που σημαίνει ότι, εάν κρίνει αντισυνταγματικό το νόμο, τότε αυτός καθίσταται ανίσχυρος], δηλαδή ακυρώνεται. Γι’ αυτό το λόγο, σε αντίθεση με τις αποφάσεις των λοιπών δικαστηρίων, οι αποφάσεις του ΑΕΔ δημοσιεύονται στην επίσημη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, όπως και οι νόμοι. Η απόφαση του ΑΕΔ που κηρύσσει αντισυνταγματικότητα είναι μια κλασική «κελσενιανή» απόφαση αρνητικής (καταργητικής) νομοθέτησης.
Κατά συνέπεια, με βάση την θεσπιζόμενη στο άρθρο 100 του Συντάγματος ιδιότυπη μορφή συγκεντρωτικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, καθίσταται σκόπιμη και ευκταία η διατήρηση της εκκρεμοδικίας στο επίπεδο των πολιτικών δικαστηρίων. Η προοπτική τυχόν άσκησης αίτησης αναίρεσης ενώπιον του πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου, σε βάρος σχετικής τελεσίδικης δικαστικής απόφασης δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, με αντικείμενο τα καταργηθέντα επιδόματα, στους υπαλλήλους ιδιωτικού δικαίου στον ευρύτερο δημόσιο τομέα συνεφέλκεται μακροπρόθεσμα το ενδεχόμενο της έκδοσης αμετάκλητης δικαστικής απόφασης του οικείου τμήματος του Αρείου Πάγου με αντιφατικές πιθανόν αξιολογήσεις συνταγματικότητας, αναφορικά με τις οικείες διατάξεις του Ν. 4093/2012. Η δε πιθανολογούμενη έκδοση αντιφατικών δικαστικών αποφάσεων σε σχέση με την συνταγματικότητα του Ν. 4093/2012 θα ενεργοποιήσει ευθέως την εφαρμογή του άρθρου 100 του Συντάγματος και της οικείας αρμοδιότητας του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, το οποίο θα κληθεί να άρει κάθε σχετική αμφισβήτηση, ανάμεσα στα εν λόγω κορυφαία δικαστικά σχήματα.
ΙΙI. Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Κάθε δημόσιος υπάλληλος (είτε δημοσίου είτε ιδιωτικού δικαίου), αφού εξαντλήσει τα εσωτερικά ένδικα μέσα της ελληνικής νομοθεσίας, μπορεί να προσφύγει ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ζητώντας αποζημίωση για την βλάβη της περιουσίας του, λόγω της κατάργησης των επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και Εορτών.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είναι ένας υπερεθνικός θεσμός του Συμβούλιου της Ευρώπης (Γαλλ. Conseil de l’ Europe) που είναι ένας διεθνής οργανισμός στον οποίο συμμετέχουν 47 κράτη της Ευρώπης και της ανατολικής περιφέρειάς της. Σε αυτόν συμμετέχουν επίσης 5 κράτη ως παρατηρητές και 3 ως παρατηρητές της συνέλευσής του. Ιδρύθηκε στις 5 Μαΐου του 1949 και δεν πρέπει να συγχέεται ούτε με το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, που είναι όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έργο του Δικαστηρίου είναι ο έλεγχος της εφαρμογής από τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης το 1950. Όταν το Δικαστήριο διαπιστώνει την ύπαρξη παραβίασης ενός ή περισσοτέρων δικαιωμάτων από κράτος μέλος, εκδίδει μία απόφαση. Αυτή η απόφαση έχει δεσμευτική ισχύ. Η εμπλεκόμενη χώρα υποχρεούται να την εκτελέσει. Η Σύμβαση προστατεύει μεταξύ άλλων: το δικαίωμα στη ζωή, το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη πολιτική ή ποινική, το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, την ελευθερία της έκφρασης, την ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας, το δικαίωμα σε ένα αποτελεσματικό ένδικο μέσο, την ιδιοκτησία .το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι.
Κατά συνέπεια, κορυφαία προστασία, ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, απολαμβάνει και το ατομικό συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ιδιοκτησίας, αναπόσπαστο τμήμα της οποίας αποτελεί, κατά την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, τόσο ο κύριος μισθός όσο και κάθε επί μέρους χρηματικό ποσό το οποίο αποτελεί πηγή εισοδήματος για κάθε πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα δε με το άρθρο 35 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το Δικαστήριο δεν μπορεί να επιληφθεί προσφυγής παρά μόνο αφού εξαντληθούν τα εσωτερικά ένδικα μέσα, δηλαδή οι δικονομικά προβλεπόμενες από την εθνική νομοθεσία εκάστου κράτους διαδικασίες ενδίκων βοηθημάτων και δη εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από την ημερομηνία της τελικής απόφασης, άλλως η προσφυγή .
Εν κατακλείδι, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το σύνολο των ανωτέρω αναλυθέντων πραγματικών και νομικών στοιχείων και βάσει των μέχρι σήμερα υπαρχόντων δεδομένων, κρίνεται σκόπιμο οι υποθέσεις των οποίων η εκδίκαση εκκρεμεί, είτε ενώπιον των διοικητικών είτε ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, να εκδικάζονται κανονικά, ώστε να παραμείνουν ανοιχτά όλα τα πιθανά ενδεχόμενα θετικής κατάληξης των νομικών διεκδικήσεων με διατήρηση της ήδη ανοιγείσας εκκρεμοδικίας, σε επίπεδο εσωτερικής δικαιοδοσίας (λ.χ. Άρειος Πάγος, Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο κλπ).
Σπήλιος Σπηλιόπουλος
Δικηγόρος LL.M.