Το δικάσαν κατ’ έφεση Μονομελές Πρωτοδικείο (ΜΠρΗλείας 139/2021), απέρριψε ως αβάσιμη έφεση του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης ως οιονεί καθολικού διαδόχου του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Το εκκαλούν, επικαλούμενο ότι, για τις οφειλόμενες παροχές για μερική αναπηρία συνεπεία τραυματισμού σε τροχαίο ατύχημα που υπέστη ασφαλισμένος του, υποκαταστάθηκε εκ του νόμο στην αξίωση του τελευταίου για αποζημίωση έναντι του ζημιώσαντος αυτόν, ζήτησε την καταβολή εκ μέρους του υποχρέου των παροχών σύνταξης μερικής αναπηρίας, κύριας και επικουρικής.
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 10 παρ.5 του Ν.Δ. 4104/1960, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 παρ.1 του Ν. 4476/1965 και το άρθρο 18 του Α.Ν. 1654/1986, συνάγεται ότι το ΙΚΑ, για τις οφειλόμενες ασφαλιστικές παροχές προς ασφαλισμένους, οι οποίοι δικαιούνται αποζημίωση για ζημία που προξενήθηκε σε αυτούς λόγω ασθενείας, αναπηρίας ή, όπως εν προκειμένω, τραυματισμού, υποκαθίσταται εκ του νόμου κατά το ποσό των οφειλομένων στον ζημιωθέντα ασφαλιστικών παροχών στην αξίωση του τελευταίου κατά του ζημιώσαντος. Η υποκατάσταση αυτή επέρχεται εκ του νόμου και ανατρέχει στον χρόνο που γεννήθηκε η ζημία.
Όσον αφορά στο ζήτημα της επιμήκυνσης του χρόνου παραγραφής των επίδικων αξιώσεων του εκκαλούντος, το δικαστήριο έκρινε πως, καθόσον η ένδικη ζημία του παθόντος ήταν προβλέψιμη κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ήδη από την αρχή, η αξίωση αποζημίωσης υπέρ του εκκαλούντος για όλη τη ζημία, θετική και αποθετική, παρούσα ή μέλλουσα, γεννήθηκε ήδη αφότου εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός, ήτοι το ατύχημα και ο τραυματισμός.
Ειδικότερα, το δικαστήριο διαπίστωσε πως η λόγω του ατυχήματος κατάσταση της υγείας του ασφαλισμένου και η εξ αυτής ανικανότητά του για εργασία και κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ήταν προβλεπτή από την αρχή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Από κανένα δε αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ούτε το εκκαλούν επικαλέστηκε ότι, πέρα από τον αρχικό βαρύτατο τραυματισμό του ασφαλισμένου, υπήρξε και κάποια άλλη περαιτέρω επιπλοκή της υγείας του, που να συνιστά απροσδόκητη εξέλιξη της κατάστασης και να θεμελιώνει νέα παραγραφή με αφετηρία τον χρόνο εμφανίσεως των εν λόγω συνεπειών.
Επεσήμανε, πως η έκδοση αποφάσεων του Διευθυντή του ΙΚΑ, με τις οποίες παρατάθηκε η χορήγηση στον ασφαλισμένο σύνταξης συνήθους και μερικής αναπηρίας εξαιτίας του επιδίκου ατυχήματος για τον ένδικο χρόνο, έχουν αξία για τον καθορισμό του τελικού ύψους της μεταβιβαζόμενης στο εκκαλούν αξιώσεως του παθόντος-ασφαλισμένου του και δεν συνιστούν όρο για τη γένεση το πρώτον της αξιώσεως του εκκαλούντος. Αντίθετη άποψη, κατά την οποία η γένεση της αξιώσεως αποζημιώσεως του εκκαλούντος κατά του υπόχρεου εξαρτάται από την έκδοση της αποφάσεως του αρμοδίου οργάνου του ΙΚΑ, θα ήταν αντίθετη στο άρθρο 18 του Ν.1456/1986, που συνδέει τη μεταβίβαση της αξιώσεως αποζημιώσεως του παθόντος με τη γένεση της αξιώσεως αλλά και θα μετέθετε χρονικά την έναρξη της παραγραφής, συνδέοντας αυτή με πράξη (έκδοση πράξεως του αρμοδίου οργάνου του ΙΚΑ) που εμπίπτει στη σφαίρα επιρροής του ίδιου του δανειστή, με αποτέλεσμα, ουσιαστικά, να επιμηκύνεται ο χρόνος παραγραφής σε βάρος του υπόχρεου.