Σε περίπτωση που ένα όχημά εμπλακεί σε τροχαίο ατύχημα και είτε καταστραφεί ολοσχερώς είτε η επισκευή του κρίνεται οικονομικά ασύμφορη, τότε ο ιδιοκτήτης δικαιούται να αξιώσει από τον υπαίτιο οδηγό και την ασφαλιστική εταιρία, μεταξύ άλλων και αποζημίωση ίση με την αξία που είχε το όχημά πριν από το ατύχημα, αφαιρούμενων των σώστρων, λόγω ολικής καταστροφής αυτού.
Η ολική καταστροφή του αυτοκινήτου έχει βασικά δύο μορφές. Η πρώτη μορφή είναι η υλική ή πραγματική, ενώ η δεύτερη (που αποτελεί συνδυασμό δύο παραμέτρων) είναι η οικονομική και τεχνική. Υπάρχει τέλος και τρίτη μορφή, η οποία συνίσταται στην καταστροφή σχεδόν καινούργιου αυτοκινήτου.
Στην πρώτη μορφή, δηλαδή στην υλική ή πραγματική μορφή, η παραμόρφωση του αμαξώματος είναι τέτοια, ώστε να μην είναι πλέον δυνατή η επισκευή του από τεχνικής πλευράς.
Στην δεύτερη μορφή (οικονομική και τεχνική μορφή), ναι μεν το αυτοκίνητο είναι επισκευάσιμο από τεχνικής πλευράς, πλην όμως το κόστος ανταλλακτικών και εργασιών τουλάχιστον ισούται με την αγοραία αξία του αυτοκινήτου πριν από το ατύχημα ή την υπερβαίνει σημαντικά με συνυπολογισμό της μείωσης της αγοραίας αξίας του), οπότε η επισκευή κρίνεται οικονομικά ασύμφορη. Στην περίπτωση δε που ένα όχημα έχει καταστραφεί σε καίρια για την οδική του συμπεριφορά σημεία και η επισκευή του, αν και οικονομικά συμφέρουσα, δεν εγγυάται την επαναφορά του σε κατάσταση αποδεκτή για την επανακυκλοφορία του χωρίς κίνδυνο, δεν είναι λίγες οι αποφάσεις που έχουν δεχθεί ότι έχει υποστεί ολική καταστροφή, λόγω της αδυναμίας επιδιόρθωσής του, με τρόπο που να καθιστά ασφαλή την κυκλοφορία του.
Στην περίπτωση λοιπόν ολοσχερούς καταστροφής του οχήματος κατά τα ανωτέρω ο παθών δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση ισόποση με την αξία του κατεστραμμένου αυτοκινήτου πριν από τη στιγμή της ένδικης σύγκρουσης. Στην περίπτωση όμως αυτή ο παθών υποχρεούται είτε να αποδώσει το κατεστραμμένο αυτοκίνητο στον υπόχρεο για αποζημίωση είτε να μειώσει το ποσόν της αποζημίωσης που ζητεί με βάση την αξία των υπολειμμάτων του κατεστραμμένου αυτοκινήτου (σώστρα).
Για τον υπολογισμό της αγοραίας αξίας του οχήματος πριν από το ατύχημα ενός αυτοκινήτου που καταστράφηκε, λαμβάνεται υπόψη η τιμή αγοράς του, μειωμένη κατά το ποσοστό της φυσιολογικής φθοράς που προκαλεί η συνήθης χρήση του μέχρι την ημερομηνία του ατυχήματος.
Τονίζουμε ότι αν το καταστραφέν αυτοκίνητο ήταν επαγγελματικής χρήσης, όπως ένα ταξί ή φορτηγό δημόσιας χρήσης, ο παθών, εκτός από την αποζημίωση για την καταστροφή, δικαιούται να ζητήσει σωρευτικά και αποζημίωση για το διαφυγόν του κέρδος, δηλαδή να αξιώσει από τον υπόχρεο και την ασφαλιστική εταιρία τα κέρδη που μπορεί να αποδείξει ότι θα απεκόμιζε από την εκμετάλλευσή του πριν από το ατύχημα, και πιθανολογούνται από το δικαστήριο σύμφωνα με την συνήθη πορεία των πραγμάτων. Αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία αποτελούν οι φορολογικές δηλώσεις του δικαιούχου της αποζημίωσης. Σημειωτέον ότι για να κριθεί από το δικαστήριο αίτημα αποζημίωσης για διαφυγόν κέρδος, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να έχει κοινοποιηθεί η σχετική αγωγή στην αρμόδια ΔΟΥ του παθόντος, αλλιώς το σχετικό κονδύλιο απορρίπτεται ως απαράδεκτο.
Περαιτέρω θετική ζημία την οποία δικαιούται να αξιώσει ο παθών σε περίπτωση ολικής καταστροφής του οχήματος, αποτελούν και τα ποσά τα οποία δαπανήθηκαν για τη μίσθωση άλλου αυτοκινήτου.
Διευκρινίζουμε ότι όλα τα ανωτέρω δικαιώματα ασκούνται ΜΟΝΟ μέσω κατάθεσης ενός άρτια δομημένου δικογράφου ΑΓΩΓΗΣ, στο οποίο πρέπει να αναλύονται με κάθε λεπτομέρεια και πληρότητα όλες οι συνθήκες του ατυχήματος, το κόστος για την αγορά ανταλλακτικών και για τις εργασίες επισκευής και βαφής, καθώς και η αγοραία αξία του καταστραφέντος οχήματος, προκειμένου να αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας η ολοσχερής καταστροφή. Για τον λόγο αυτό, θα πρέπει ο παθών να έχει στην κατοχή του είτε οικονομική προσφορά εργασιών και ανταλλακτικών από κάποιο συνεργείο είτε πραγματογνωμοσύνη στην οποία να αναφέρονται με πληρότητα οι απαιτούμενες εργασίες και το κόστος αυτών.
Για την διεκδίκηση πλήρους αποζημίωσης από τροχαίο ατύχημα, βλ. εδώ.