Ο συνεπιβάτης σε όχημα που ενεπλάκη σε τροχαίο, μπορεί να ζητήσει αποζημίωση από τον υπαίτιο οδηγό είτε αυτός είναι ο οδηγός τους οχήματος στο οποίο επέβαινε είτε είναι ο οδηγός του έτερου οχήματος, καθώς και από τις αντίστοιχες ασφαλιστικές εταιρίες.
Σε περίπτωση εμπλοκής σε τροχαίο ατύχημα, το πρώτο ζήτημα που ελέγχεται είναι τα αίτια πρόκλησης αυτού, ώστε να καταλογισθούν οι ευθύνες στον υπαίτιο οδηγό.
Τι συμβαίνει όμως με τους λοιπούς συνεπιβάτες ενός αυτοκινήτου, μιας μηχανής, ακόμα και ενός λεωφορείου, οι οποίοι κατά τη στιγμή της σύγκρουσης δεν ασκούσαν καμία επιρροή και έλεγχο πάνω στο όχημα που επέβαιναν και άρα δεν φέρουν καμία ευθύνη για την κίνηση του εμπλεκόμενου οχήματος
Αρχικά τονίζουμε ότι οι συνεπιβάτες εμπλεκόμενου οχήματος σε τροχαίο ατύχημα, δικαιούνται αποζημίωσης από τον υπαίτιο οδηγό, ανεξαρτήτως αν τραυματίσθηκαν ή όχι, Φυσικά όμως η ύπαρξη τραυματισμού αυξάνει ακόμα περισσότερο το δικαιούμενο ποσό αποζημίωσης που μπορεί να αξιώσει ο συνεπιβάτης και επιτείνει ακόμα περισσότερο την ανάγκη δικαστικής επιδίωξης αποζημίωσης του εμπλεκόμενου συνεπιβάτη.
Με λίγα λόγια σε περίπτωση που κάποιος είναι συνεπιβάτης σε όχημα που εμπλακεί σε τροχαίο, μπορεί να ζητήσει αποζημίωση από τον υπαίτιο οδηγό είτε αυτός είναι ο οδηγός τους οχήματος στο οποίο επέβαινε είτε είναι ο οδηγός του έτερου οχήματος και από τις αντίστοιχες ασφαλιστικές εταιρίες αιτούμενος την αποκατάσταση όλων των ζημιών που υπέστη. Αν όμως υπάρχει συνυπαιτιότητα και των δύο οχημάτων τότε ο συνεπιβάτης θα στραφεί κατά των δύο ασφαλιστικών εταιριών και κατά των οχημάτων και θα αποζημιωθεί πλήρως είτε και από τις δύο είτε από κάποια από αυτές, ανάλογα με την απόφαση του Δικαστηρίου.
Ενδεικτικά ο συνεπιβάτης μπορεί να αξιώσει την καταβολή όλων των εξόδων του συνεπεία του τροχαίου ατυχήματος (νοσήλεια, φάρμακα, τυχόν διαφυγόντα εισοδήματα) και επιπλέον ηθική βλάβη για τον τραυματισμό του και την ταλαιπωρία του.
Σε περίπτωση μη ύπαρξης τραυματισμού μπορεί να αξιώσει απλώς την καταβολή χρηματικού ποσό για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη.
Διευκρινίζουμε ότι όλα τα ανωτέρω δικαιώματα ασκούνται ΜΟΝΟ μέσω κατάθεσης ενός άρτια δομημένου δικογράφου ΑΓΩΓΗΣ, στο οποίο πρέπει να αναλύονται με κάθε λεπτομέρεια και πληρότητα όλες οι συνθήκες του τροχαίου ατυχήματος, καθώς και η ζημία που υπέστη ο εμπλεκόμενος συνεπιβάτης. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει πριν από την άσκηση της αγωγής και κατά την καταγραφή του συμβάντος από την τροχαία, ο συνεπιβάτης να δηλώσει τόσο τον τραυματισμό του όσο και την ΕΠΙΘΥΜΙΑ του ΓΙΑ ΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΖΗΜΙΑΣ ΤΟΥ.
Τέλος πρέπει να τονισθεί ότι αν και ο συνεπιβάτης δεν έχει καμία υπαιτιότητα για τις συνθήκες του ατυχήματος, δεν είναι πάντα άμοιρος ευθυνών.
Είναι πολλές η φορές που έχει καταλογισθεί συνυπαιτιότητα στον συνεπιβάτη επειδή πχ δεν φορούσε ζώνη ή κράνος, μειώνοντας έτσι κατά πολύ τη την αποζημίωση που θα εισέπραττε χωρίς συνυπαιτιότητα.
Συνυπαιτιότητα έχει επίσης ο συνοδηγός αν επιβιβασθεί σε αυτοκίνητο και αποδειχθεί ότι γνώριζε ότι ο οδηγός ήταν υπό την επήρεια μέθης, τοξικών ουσιών ή δεν είχε δίπλωμα οδήγησης.
Επίσης αν αποδειχθεί ότι γνώριζε ο οδηγός ήταν γενικά απρόσεκτος, επεδείκνυε πάντα ακραία και επικίνδυνη οδηγική συμπεριφορά, τότε ο συνεπιβάτης φέρει ευθύνη όχι για το τροχαίο αλλά για τον τραυματισμό του, η οποία του καταλογίζεται με το σκεπτικό ότι αποδέχθηκε τον κίνδυνο και την πιθανότητα να εμπλακεί σε τροχαίο ατύχημα.
Όλα τα ανωτέρω ελέγχονται πάντα κατά περίπτωση από το αρμόδιο Δικαστήριο και σύμφωνα με το αποδεικτικό υλικό που έχει στη διάθεσή του ο Δικαστής.