Στην περίπτωση κατά την οποία ασφαλισμένος, λόγω αλλαγής επαγγελματικής δραστηριότητας, ασφαλιστεί σε άλλο ταμείο για τουλάχιστον 300 ημέρες εντός της τελευταίας 5ετίας και 1000 ημέρες συνολικά, μπορεί να υποβάλει στο τελευταίο ταμείο αίτημα συνταξιοδότησης, το οποίο θα εξεταστεί με τις διατάξεις του εν λόγω (τελευταίου) ταμείου.
Εντούτοις η εναλλαγή ασφαλιστικών ταμείων ή η παράλληλη απασχόληση σε αυτά απαιτεί και προϋποθέτει λεπτομερή και συνδυαστική εφαρμογή πολλαπλών διατάξεων της νομοθεσίας, γεγονός που καθιστά την υποβολή αιτήσεως συνταξιοδότησης κατά περίπτωση ιδιάζουσα και πολύπλοκη διαδικασία, την οποία, προς αποφυγή κρίσιμων ή μη αναστρέψιμων λαθών, σκόπιμο είναι να αναλαμβάνει εξειδικευμένος στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης.
1. Δυνάμει της Φ15/10/03/2020 εγκυκλίου του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της διαδοχικής ασφάλισης στον δημόσιο τομέα, επεξηγείται η εφαρμογή του άρθρου 36α του Ν. 4387/2016, όπως προστέθηκε δυνάμει του άρθρου 32 Ν. 4670/2020 (ΦΕΚ Α 43/28.2.2020), μετά την κατάργηση του παλαιού άρθρου 36 του ίδιου νόμου.
2. Περαιτέρω, το άρθρο 19 Ν. 4387/2016 («Διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης»), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 26 Ν. 4670/2020, ορίζει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
«1.α. Τα πρόσωπα, τα οποία ασφαλίστηκαν διαδοχικά σε περισσότερους από έναν ενταχθέντες στον Ε.Φ.Κ.Α. ασφαλιστικούς οργανισμούς, δικαιούνται σύνταξη με τις προϋποθέσεις του ενταχθέντα φορέα ή τομέα ή κλάδου ή λογαριασμού που υπάγονταν κατά το χρόνο άσκησης της τελευταίας δραστηριότητας ή απασχόλησης, εφόσον πραγματοποίησαν στην ασφάλισή του:αα) χίλιες (1.000) ημέρες ασφάλισης συνολικά από τις οποίες τριακόσιες (300) ημέρες την τελευταία πενταετία πριν την υποβολή αίτησης συνταξιοδότησης ή πριν τη διακοπή της ασφάλισης για την κρίση του δικαιώματος σε σύνταξη λόγω γήρατος,αβ) εξακόσιες (600) ημέρες ασφάλισης οποτεδήποτε πριν τη διακοπή της δραστηριότητας ή απασχόλησης ή την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης ή την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου για τις συντάξεις λόγω αναπηρίας ή θανάτου. β. Σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της περίπτωσης 1α` ή σε περίπτωση που πληρούνται, αλλά δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης του φορέα ή τομέα ή κλάδου ή λογαριασμού όπου υπάγονταν κατά τον χρόνο άσκησης της τελευταίας δραστηριότητας ή απασχόλησης, δικαιούνται σύνταξη με τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης της δραστηριότητας στην οποία πραγματοποίησαν τις περισσότερες ημέρες ασφάλισης, στην οποία δεν περιλαμβάνεται η τελευταία, εφόσον:βα) έχουν συμπληρώσει το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης λόγω γήρατος ή είναι ανάπηρα με το ποσοστό αναπηρίας που προβλέπεται από τη νομοθεσία του φορέα που υπάγονταν κατά τον χρόνο άσκησης της τελευταίας δραστηριότητας ή απασχόλησης καιββ) πληρούνται οι προϋποθέσεις για συνταξιοδότηση που προβλέπει η νομοθεσία του φορέα της δραστηριότητας που διένυσαν τον περισσότερο χρόνο ασφάλισης. γ. Σε περίπτωση που τα ανωτέρω πρόσωπα δεν συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που προβλέπει η νομοθεσία του φορέα της δραστηριότητας ή απασχόλησης στην οποία πραγματοποίησαν τις περισσότερες ημέρες ασφάλισης, σύμφωνα με την περίπτωση 1β` τότε το συνταξιοδοτικό δικαίωμα κρίνεται με τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης του φορέα της δραστηριότητας ή απασχόλησης κατά φθίνουσα σειρά αριθμού ημερών ασφάλισης. δ. Σε περίπτωση που δεν συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που προβλέπει η νομοθεσία κάποιου από τους ενταχθέντες, πλην του τελευταίου, στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέα ή τομέα ή κλάδου ή λογαριασμού, στους οποίους ασφαλίσθηκαν, τότε η αίτηση συνταξιοδότησης απορρίπτεται. ε. Ως χρόνος ασφάλισης που απαιτείται για την πλήρωση των ανωτέρω προϋποθέσεων της περίπτωσης 1 της παραγράφου 1 λογίζεται ο χρόνος υποχρεωτικής ή προαιρετικής ασφάλισης. Ειδικά, για την πλήρωση των προϋποθέσεων του απαιτούμενου συνολικού χρόνου ασφάλισης (ήτοι χιλίων (1.000) ημερών ασφάλισης), καθώς και των εξακοσίων (600) ημερών ασφάλισης, δύναται να συνυπολογιστεί και ο χρόνος αναγνώρισης στρατιωτικής θητείας για τον οποίο καταβλήθηκαν εισφορές στον αρμόδιο ενταχθέντα φορέα, τομέα, κλάδο ή λογαριασμό.
3. Τέλος, με τη γνωμοδότηση 20/2020 του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους διευκρινίζεται πως οι υποψήφιοι συνταξιούχοι υπάλληλοι του ΙΚΑ και των λοιπών ΝΠΔΔ που ζητούν να συνταξιοδοτηθούν με διατάξεις δημοσίου, δε δικαιούνται να ζητήσουν τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης τους βάσει του συνόλου των αποδοχών τους, αλλά βάσει των αποδοχών που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της σύνταξης. Συνεπώς, δεν επιτρέπεται να λαμβάνονται υπόψη οι πάσης φύσεως αποδοχές που θεωρούνται συντάξιμες για τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα. Η εν λόγω παραδοχή δε θίγει την αρχή της ίσης μεταχείρισης της συγκεκριμένης κατηγορίας συνταξιούχων αλλά ούτε και την αρχή της ανταποδοτικότητας.
4. Με τον τρόπο αυτό, ενσωματώνεται στην ασφαλιστική νομοθεσία η αρχή της ανταποδοτικότητας που τελεί σε συνάφεια με την παράλληλη καταβολή εισφορών σε περισσότερα ταμεία που εντάχθηκαν στον ΕΦΚΑ. Πλέον, δηλαδή, δεν υφίσταται παράλληλη ασφάλιση, αλλά παράλληλη απασχόληση με διπλή υποχρέωση καταβολής εισφορών. Με τον τρόπο αυτό χορηγείται στους ασφαλισμένους που είχαν υποχρεωτική υπαγωγή σε περισσότερα ταμεία, μία ανταποδοτική και μια εθνική σύνταξη, η οποία (ανταποδοτική) προσαυξάνεται αναλογικά με το χρόνο της καταβολής πρόσθετων ασφαλιστικών εισφορών.