Παράνομη κρίθηκε η καθυστέρηση επί διάστημα 4 ετών, εκ μέρους του ΕΦΚΑ, του προσδιορισμού του χρόνου ασφάλισης στο Ι.Κ.Α. για ασφαλισμένη, με αποτέλεσμα την απώλεια τμήματος της σύνταξής της. Έτσι, δικαστική απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών έκανε δεκτή την αγωγή αποζημίωσης της ασφαλισμένης και υποχρέωσε τον ΕΦΚΑ σε καταβολή αποζημίωσης στην ενάγουσα-συνταξιούχο.
Δεκτή έγινε από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών αγωγή αποζημίωσης, κατά τα άρ. 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ, συνταξιούχου κατά του τέως Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. και ήδη e-Ε.Φ.Κ.Α. (ΔΠΑ 1806/2021), η οποία υποχρέωσε τον ΕΦΚΑ σε καταβολή στην ενάγουσα-συνταξιούχο ποσού 4.357,35 ευρώ λόγω καθυστέρησης έκδοσης βεβαίωσης χρόνου ασφάλισης στον φορέα αυτό.
Με την αγωγή της η ενάγουσα προέβαλε ότι εξαιτίας των πράξεων και παραλείψεων των οργάνων του εναγόμενου, καθυστέρησε παράνομα η έκδοση απόφασης περί βεβαίωσης του διανυθέντα χρόνου ασφάλισης στο εν λόγω Ίδρυμα για χρονικό διάστημα 4 ετών, ήτοι από το 2011 έως το 2015, με αποτέλεσμα την απώλεια, κατά το χρονικό διάστημα από 9-10-2010 έως 31-8-2012, ποσού 189,45 ευρώ μηνιαίως, το οποίο αντιστοιχεί στο καταβαλλόμενο ποσό από τον συμμετέχοντα ασφαλιστικό οργανισμό. Τούτο διότι, κατ’ εφαρμογή του άρ. 60 παρ. 1 του π.δ. 169/2007, απαγορεύεται η αναδρομική αναγνώριση οικονομικών δικαιωμάτων για συντάξεις, πέραν της τριετίας.
Κατά το σκεπτικό του δικαστηρίου, οι ειδικές διατάξεις της Κ.Υ.Α. ΔΙΣΚΠΟ/Φ17/29/26420/10-7-1991, οι οποίες ορίζουν διαφορετικές προθεσμίες για τη διεκπεραίωση των υποθέσεων από ασφαλιστικούς οργανισμούς κύριας και επικουρικής ασφάλισης αρμοδιότητας της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την έναρξη ισχύος του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. Οι προθεσμίες αυτές, εξάλλου, είναι ενδεικτικές, σύμφωνα με το άρ. 10 παρ. 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, διότι δεν χαρακτηρίζονται ρητά από τον νόμο ως αποκλειστικές, ούτε προκύπτει από τις σχετικές διατάξεις διαφορετική βούληση του νομοθέτη, με την έννοια ότι περιέχουν έντονη υπόδειξη προς τα αρμόδια προς τούτο όργανα του Ταμείου να ολοκληρώσουν τη διαδικασία και να χορηγήσουν την παροχή, μέσα σε σύντομο και, πάντως, εύλογο χρόνο.
Η υπέρβαση των προβλεπόμενων προθεσμιών, εντός των οποίων η αρμόδια ή οι συναρμόδιες υπηρεσίες του Δημοσίου ή των ν.π.δ.δ. οφείλουν να αποφανθούν επί υποβαλλόμενου αιτήματος, στοιχειοθετεί ευθύνη του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ. προς αποζημίωση, κατά τα άρ. 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., αν συντρέχουν και οι λοιπές κατά τα άρθρα αυτό προϋποθέσεις, ήτοι η επέλευση ζημίας και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της κατά τα ως άνω παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας και της επελθούσας ζημίας.
Ειδικώς, επί παράνομης κατά τα ως άνω καθυστέρησης διεκπεραίωσης αιτήματος ασφαλισμένου προς τον ασφαλιστικό οργανισμό, στον οποίο υπάγεται, δύναται να στοιχειοθετηθεί αστική ευθύνη του οικείου ασφαλιστικού οργανισμού, εφόσον η καθυστέρηση αυτή συνδέεται αιτιωδώς με τη ζημία που υπέστη ο ασφαλισμένος.
Εν προκειμένω, το δικαστήριο έκρινε πως το χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών, που παρήλθε από το 2011, οπότε περιήλθε στον εναγόμενο ασφαλιστικό οργανισμό η υπόθεση της ενάγουσας, μέχρι το 2015, οπότε αυτή διεκπεραιώθηκε από το Ι.Κ.Α., με την έκδοση απόφασης περί βεβαίωσης του διανυθέντα χρόνου ασφάλισης στο εν λόγω Ίδρυμα, υπερβαίνει το εύλογο, εντός του οποίου όφειλε το εναγόμενο να διεκπεραιώσει την υπόθεση της ενάγουσας, συνεκτιμώντας ακόμη και την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, ενόψει του ότι απαιτήθηκε η διενέργεια επιμέρους ελέγχων σε τρία διαφορετικά υποκαταστήματα του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.
Απορριπτέοι κρίθηκαν οι ισχυρισμοί του εναγομένου, κατά τους οποίους δεν υφίσταται καμία παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά εκ μέρους των οργάνων του, εφόσον τηρήθηκαν οι νόμιμες διαδικασίες και βεβαιώθηκε ο ορθός χρόνος ασφάλισης της ενάγουσας, ενώ έπρεπε να γίνουν έλεγχοι ασφάλισης, που ήταν απαραίτητοι προκειμένου να διαπιστωθεί ο χρόνος της πραγματικής απασχόλησής της στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α., οι οποίοι εκκρεμούσαν σε τρία διαφορετικά υποκαταστήματα αυτού.
Περαιτέρω, κρίθηκε πως η ζημία, την οποία επικαλείται η ενάγουσα, τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την παράνομη καθυστέρηση ως προς τον προσδιορισμό του χρόνου ασφάλισής της στο Ι.Κ.Α., στο πλαίσιο ελέγχου των προϋποθέσεων περί διαδοχικής ασφάλισης.
Άλλωστε, η επίδικη αξίωση της ενάγουσας δεν έχει υποπέσει σε παραγραφή, καθόσον προκειμένου περί απαιτήσεων κατά του Ι.Κ.Α. που απορρέουν από αδικοπραξία ή αδικαιολόγητο πλουτισμό έχουν εφαρμογή οι ειδικές περί παραγραφής διατάξεις του άρθρου 40 παρ. 6 του α.ν. 1846/1951, σύμφωνα με τις οποίες οι εν γένει απαιτήσεις κατά του Ι.Κ.Α. υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή.
Ως εκ τούτου, το δικαστήριο κατέληξε πως πράγματι στοιχειοθετείται ευθύνη του εναγόμενου ασφαλιστικού οργανισμού προς αποζημίωση, κατά τα άρ. 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ..
Απόσπασμα απόφασης
Επειδή, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρθηκαν και τις διατάξεις που παρατέθηκαν, όπως ερμηνεύθηκαν, λαμβάνονται υπόψη τα εξής: Οι αναφερόμενες στο άρθρο μόνο της Κ.Υ.Α. ΔΙΣΚΠΟ/Φ.17/29/26420/10-7-1991 προθεσμίες είναι ενδεικτικές, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, περιέχοντας έντονη υπόδειξη προς τα αρμόδια όργανα να ολοκληρώσουν τη διαδικασία μέσα σε σύντομο και, πάντως, εύλογο χρόνο. Ωστόσο, η υπέρβαση των προβλεπόμενων προθεσμιών πέραν του ευλόγου χρόνου, στοιχειοθετεί ευθύνη του οικείου ασφαλιστικού οργανισμού προς αποζημίωση, κατά τα άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., εφόσον η καθυστέρηση διεκπεραίωσης του αιτήματος ασφαλισμένου συνδέεται αιτιωδώς με τη ζημία που αυτός υπέστη. Εν προκειμένω, παράλληλα με τη χορήγηση στην ενάγουσα σύνταξης γήρατος, από 9-10-2010, πληρωτέα από το Ελληνικό Δημόσιο (υπ’ αριθμ. 15331/8-4-2011 συνταξιοδοτική πράξη του Διευθυντή της 42ης Διεύθυνσης, της Γενικής Διεύθυνσης Συντάξεων, του Γ.Λ.Κ.), ζητήθηκαν με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 146700/8-4-2011 έγγραφο του Διευθυντή της 42ης Διεύθυνσης, της Γενικής Διεύθυνσης Μισθών και Συντάξεων, του Γ.Λ.Κ. από το εναγόμενο, τα ασφαλιστικά στοιχεία της ενάγουσας, προκειμένου να ολοκληρωθεί η διαδικασία του ν.δ. 4202/1961, περί διαδοχικής ασφάλισης. Το εν λόγω έγγραφο παρελήφθη από το εναγόμενο στις 19-5-2011, πλην, όμως, αυτό, μαζί με τα ασφαλιστικά στοιχεία της ενάγουσας (αντίγραφο Πινακίδας Ανακεφαλαίωσης Ημερών Εργασίας, 17 Δελτία Ασφαλιστικής Ταυτότητας και Εισφορών, 2 αποφάσεις Ι.Κ.Α.) διαβιβάστηκαν μόλις στις 7-8-2012 (υπ’ αριθμ. πρωτ. 9523/7-8-2012 έγγραφο του Διευθυντή Μητρώου) από το Περιφερειακό Υποκατάστημα Αθηνών του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., προς το Περιφερειακό Υποκατάστημα Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Συντάξεων, προκειμένου να υπολογισθεί ο χρόνος ασφάλισης αυτής στο Ταμείο, ενώ, περαιτέρω, ο φάκελος απεστάλη, λόγω αρμοδιότητας, με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 160109/1-10-2012 έγγραφο της Προϊσταμένης του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Συντάξεων του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. προς το Τ.Υ. Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Πατησίων.
Ακολούθως, κατόπιν ερωτημάτων της Προϊσταμένης του Τμήματος Ανακ/σης Συντάξεων του Τ.Υ. Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Πατησίων, προς τα Υποκαταστήματα Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Πατησίων, Πλ. Συντάγματος και Νίκαιας, για τον καθορισμό των ημερών εργασίας της ενάγουσας και αφού διενεργήθηκαν σχετικοί έλεγχοι, εκδόθηκε αρχικά, η υπ’ αριθμ. πρωτ. 4047/14-10-2014 απόφαση του Διευθυντή του Τ.Υ. Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Πατησίων, με την οποία, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 10 του ν.δ. 4202/1961, βεβαιώθηκε ότι η ενάγουσα υπήρξε ασφαλισμένη στο Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. από τον 7ο/1973 έως τον 9ο/1993, έχοντας πραγματοποιήσει συνολικά 3.265 ημερομίσθια.
Στη συνέχεια, αφού κλήθηκε το ως άνω Υποκατάστημα του εναγόμενου να προβεί στη διόρθωση της προαναφερθείσας απόφασής του, ενόψει του ότι στην περίπτωση της ενάγουσας τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 11 του ν.δ. 4202/1961 (υπ’ αριθμ. πρωτ. 155547/16-12-2014 έγγραφο του Διευθυντή της 42ης Διεύθυνσης, της Γενικής Διεύθυνσης Μισθών και Συντάξεων, του Γ.Λ.Κ.), εκδόθηκε εν τέλει η υπ’ αριθμ. πρωτ. 1960/28-5-2015 απόφαση του Διευθυντή του Τ.Υ. Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Πατησίων, με την οποία βεβαιώθηκε ότι ο χρόνος ασφάλισης αυτής στο εν λόγω Ταμείο ανέρχονταν σε 3.265 ημέρες από τον 7ο/1973 έως τον 9ο/1993. Συνεπώς, από τις 19-5-2011, οπότε περιήλθε στον εναγόμενο ασφαλιστικό οργανισμό η υπόθεση της ενάγουσας μέχρι τις 28-5-2015, οπότε αυτή διεκπεραιώθηκε από το Ι.Κ.Α., με την έκδοση απόφασης περί βεβαίωσης του διανυθέντα χρόνου ασφάλισης στο εν λόγω Ίδρυμα, παρήλθε χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών. Το προαναφερθέν χρονικό διάστημα, συνεκτιμώντας και την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, ενόψει του ότι απαιτήθηκε η διενέργεια επιμέρους ελέγχων σε τρία διαφορετικά υποκαταστήματα του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., υπερβαίνει το εύλογο, εντός του οποίου όφειλε το εναγόμενο να διεκπεραιώσει την υπόθεση της ενάγουσας.
Εξάλλου, η ζημία, που επικαλείται ότι υπέστη η ασφαλισμένη από τις προαναφερθείσες παράνομες παραλείψεις των οργάνων του εναγόμενου, συνίσταται στην απώλεια τμήματος της σύνταξής της, κατά το χρονικό διάστημα από 9-10-2010 έως 31-8-2012 ποσού 189,45 ευρώ μηνιαίως, το οποίο αντιστοιχεί στο καταβαλλόμενο ποσό από τον συμμετέχοντα ασφαλιστικό οργανισμό, όπως υπολογίσθηκε με την υπ’ αριθμ. 32675/1-9-2015 τροποποιητική πράξη του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, όπου συμπεριλήφθηκε στη συνολική συντάξιμη υπηρεσία της ίδιας, ο χρόνος (10 έτη 10 μήνες και 16 ημέρες), που είχε διανύσει στην ασφάλιση του εναγόμενου. Η εν λόγω ζημία της ενάγουσας τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την παράνομη κατά τα ως άνω καθυστέρηση ως προς τον προσδιορισμό του χρόνου ασφάλισής της στο Ι.Κ.Α., στο πλαίσιο ελέγχου των προϋποθέσεων περί διαδοχικής ασφάλισης. Ως εκ τούτου, στοιχειοθετείται ευθύνη του εναγόμενου ασφαλιστικού οργανισμού προς αποζημίωση, κατά τα άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ. Άλλωστε, η επίδικη αξίωση της ενάγουσας δεν έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή που προβλέπεται για τις απαιτήσεις κατά του Ι.Κ.Α., η οποία ξεκίνησε από τη γένεσή της, ήτοι από την έκδοση της υπ’ αριθμ. 32675/1-9-2015 τροποποιητικής πράξης του Διευθυντή της Διεύθυνσης Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής Πολιτικών Συντάξεων, της Γενικής Διεύθυνσης Χορήγησης Συντάξεων Δημοσίου Τομέα, του Γ.Λ.Κ., με την οποία η σύνταξή της αυξήθηκε στο ποσό των 782,68 ευρώ, από 1-9-2012, λόγω μη αναγνώρισης οικονομικών δικαιωμάτων για συντάξεις, πέραν της τριετίας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 60 παρ. 1 του π.δ. 169/2007.