ΔΠΑ 8208/2020, 1ο Τμήμα
Με την υπ’ αριθμ. 8208/2020 απόφασή του, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών (1o ΤΜΉΜΑ) αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγόμενου Δήμου να καταβάλει στους ενάγοντες χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν λόγω του θανάτου συγγενούς τους, ο οποίος επήλθε συνεπεία τροχαίου ατυχήματος εξαιτίας αδέσποτου ζώου που μη νόμιμα δεν είχε περισυλλεγεί από τις δημοτικές υπηρεσίες.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο συγγενής των εναγόντων, ενώ οδηγούσε την δίκυκλη μοτοσυκλέτα του στην δεξιά λωρίδα οδού, εντός των διοικητικών ορίων του εναγόμενου Δήμου, στην προσπάθεια του να αποφύγει έναν σκύλο, ο οποίος πετάχτηκε εξ αριστερών από την κεντρική νησίδα του δρόμου, εξετράπη της πορείας του και έπεσε στο οδόστρωμα. Εν συνεχεία, μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός του.
Το Δικαστήριο, καταρχάς, απέρριψε την ένσταση περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης του εναγόμενου Δήμου, αποφαινόμενο, δυνάμει του σχετικού νομοθετικού πλαισίου, ότι αποκλειστικά αρμόδιος για την περισυλλογή των αδέσποτων σκύλων εντός των ορίων της τοπικής αρμοδιότητάς του ήταν ο εναγόμενος Δήμος, καθότι η εν λόγω αρμοδιότητα δεν προέκυπτε ότι είχε εκχωρηθεί στον «Περιβαλλοντικό Σύνδεσμο Δήμων Αθήνας – Πειραιά» ούτε αναιρούνταν από την ύπαρξη και λειτουργία του Διαδημοτικού Κέντρου Περίθαλψης Αδέσποτων Ζώων (ΔΙ.ΚΕ.Π.Α.Ζ.), συσταθέντος εκ του προαναφερθέντος Συνδέσμου.
Ακολούθως, ως προς την ουσία της υπόθεσης, το Δικαστήριο έκρινε, αφού πρώτα δέχθηκε την ιδιότητα του εμπλεκόμενου στο επίδικο τροχαίο ατύχημα ζώου ως αδέσποτου και όχι ως δεσποζόμενου, ότι το εν λόγω ατύχημα προήλθε από την παράνομη παράλειψη των οργάνων του εναγόμενου Δήμου να μεριμνήσουν για την περισυλλογή του από το συγκεκριμένο σημείο, που αποτελούσε και κεντρικό δρόμο του Δήμου, στο πλαίσιο προστασίας της δημόσιας υγείας και της ζωής των κατοίκων, αλλά και της λήψης μέτρων για την ασφάλεια της οδικής κυκλοφορίας, κατά παράβαση των υποχρεώσεων τους που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ.1 εδ.α’ του ν.3170/2003 και 75 παρ.Ι περ.γ στοιχ. 4, 10, 11 και 28 του ν.3463/2006, που ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο (πρβλ. ΔΕΛαρ 26/2019, ΔΕφΑθ 1190/2014). Ειδικότερα, τα αρμόδια όργανα του Δήμου παρέλειψαν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για την αποτροπή του κινδύνου που απορρέει από την κυκλοφορία αδέσποτων ζώων σε δημόσιους χώρους, όπως οι δρόμοι, μεριμνώντας για την περισυλλογή και την μεταφορά τους σε ειδικό καταφύγιο, ώστε να εξασφαλιστεί η ασφαλής και απρόσκοπτη διέλευση των διερχομένων από αυτούς, όπως επιτάσσουν οι ανωτέρω διατάξεις. Η εν λόγω παράνομη παράλειψη δεν αναιρείτο από το ότι, βάσει του σχετικού νομοθετικού πλαισίου, δεν προβλεπόταν ο υποχρεωτικός μόνιμος εγκλεισμός των αδέσποτων, αλλά, αντιθέτως θεσπιζόταν διαδικασία επαναφοράς τους στο φυσικό περιβάλλον υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, δεδομένου ότι δεν προέκυπτε από κανένα στοιχείο ότι κατά το χρόνο του ατυχήματος είχαν τηρηθεί οι εν λόγω προϋποθέσεις (καταγραφή, σήμανση, αποπαρασιτισμός, εμβολιασμός, στείρωση, κτηνιατρική γνωμάτευση και απόφαση της δημοτικής αρχής) (βλ. ΔΕΛαρ 26/2019). Εξάλλου, η εφαρμογή της διαδικασίας επαναφοράς στο φυσικό περιβάλλον των αδέσποτων ζώων δεν θα μπορούσε να λάβει χώρα υπό συνθήκες που να θέτουν σε κίνδυνο την ζωή και την υγεία των κατοίκων της περιοχής και των διερχομένων από αυτή, κάτι που μπορούσε αντικειμενικά να συμβεί, όταν τα αδέσποτα ελευθερώνονται και κυκλοφορούν πλησίον κεντρικών δρόμων, όπως η οδός του ατυχήματος, όπου είχαν συμβεί και πολλά τροχαία ατυχήματα. Καταλήγοντας, λοιπόν, η ως άνω παράλειψη του εναγόμενου Δήμου να λάβει τα ενδεδειγμένα μέτρα για την περισυλλογή αδέσποτων ζώων στη διοικητική του περιφέρεια και την μεταφορά τους στο οικείο καταφύγιο ήταν ικανή, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει – όπως και συνέβη – το ατύχημα και τον θανάσιμο τραυματισμό του συγγενή των εναγόντων.
Ο δε ισχυρισμός του Δήμου περί μη ύπαρξης αγελών αδέσποτων στα διοικητικά του όρια και μη ύπαρξης καμιάς ενημέρωσης περί του αντιθέτου απορρίφθηκε ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, αφού, εκτός του ότι η ευθύνη του Δήμου βάσει των άρθρων 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ. είναι αντικειμενική, η αρμοδιότητα του για την περισυλλογή των αδέσποτων με τις προεκτεθείσες διατάξεις, εν αντιθέσει με τις προϊσχύσασες (βλ. ΣτΕ 1300/2014, 3322/2012), έχει καταστεί πλέον δέσμια, ρητή και συγκεκριμένη, χωρίς να εξαρτάται από όρους και προϋποθέσεις, όπως ο σχηματισμός αγέλης και η ενημέρωση του Δήμου (πρβλ. ΔΕΠειρ. 841/2018, ΔΠΠειρ 3807/2017).
Περαιτέρω, απορρίφθηκε ως αβάσιμος ο ισχυρισμός περί αποκλειστικής ευθύνης του θανόντος οδηγού της μοτοσυκλέτας στην πρόκληση του ατυχήματος λόγω της οδηγικής συμπεριφοράς του, συνεκτιμώντας την προβλεπόμενη ταχύτητα με την οποία οδηγούσε, τις εν γένει οδηγικές συνθήκες κατά τον χρόνο του ατυχήματος (έλλειψη ορατότητας λόγω της ύπαρξης στην αριστερή λωρίδα ενός αυτοκίνητου, που περιόριζε το οπτικό του πεδίο και αύξανε τον χρόνο αντίδρασης του) και την ενδεδειγμένη αντίδραση που επέδειξε στην ξαφνική παρεμβολή του σκύλου εξ αριστερών του (αποφευκτικός ελιγμός, τροχοπέδηση).
Επιπροσθέτως, απορριπτέος ως αβάσιμος κρίθηκε ομοίως και ο ισχυρισμός του εναγόμενου Δήμου περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του θανόντος οδηγού στην πρόκληση του θανάσιμου τραυματισμού του, επειδή δεν φορούσε κράνος, ανεξαρτήτως του ούτε από την έκθεση αυτοψίας της Τροχαίας ούτε από τις μαρτυρικές καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο της δικογραφίας επιβεβαιωνόταν το συγκεκριμένο γεγονός. Τούτο δε, διότι ο θάνατος του ήταν αποτέλεσμα της πτώσης του από την μοτοσυκλέτα και της πρόσκρουσης στο οδόστρωμα, απόρροια της -εκ της παράνομης παράλειψης του εναγόμενου Δήμου να ασκήσει τις αρμοδιότητες του- ελεύθερης κυκλοφορίας του αδέσποτου σκύλου στην οδό του ατυχήματος, ενώ η μη χρήση προστατευτικού κράνους ενδεχομένως να συντέλεσε ή να συνέβαλε στην επέλευση της ζημιάς, αλλά δεν αποτέλεσε την αποκλειστική αιτία αυτής (στον ισχυρισμό περί αποκλειστικής υπαιτιότητας, σημειωτέον, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιέχεται και ισχυρισμός περί συνδρομής συντρέχοντος πταίσματος και γι’ αυτό δεν μπορούσε να εξεταστεί ως τέτοιος, βλ. ΣτΕ 291/2020, ΔΕΘεσ.107/2020, ΔΕΑθ 1343, 184/2005, πρβλ. ΑΠ 976/2014).
Εξάλλου, δεδομένου ότι η μη χρήση κράνους κατά παράβαση του Κ.Ο.Κ. (άρθρο 12 παρ.6) δεν θεμελιώνει αυτή καθεαυτήν υπαιτιότητα στην επέλευση του ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξης και του επελθόντος αποτελέσματος (πρβλ. ΣτΕ 155/2020, ΑΠ 414/2019, 1219/2018, 1000/2013, 632/2010, 1230/2007, 619/2000), το Δικαστήριο έκρινε ότι, ενόψει των συνθηκών του ατυχήματος, δεν ασκούσε επιρροή στην αποτροπή του θανάσιμου τραυματισμού. Πιο συγκεκριμένα, συνεκτιμώντας το σχεδιάγραμμα του τόπου τέλεσης του τροχαίου ατυχήματος (ίχνη φρεναρίσματος στο οδόστρωμα, θραύσματα γυαλιών και πλαστικών, σημάδια αίματος), το πόρισμα της ιατροδικαστικής εξέτασης περί έλλειψης κακώσεων σε κανένα σημείο του σώματος του, πλην ενός και μοναδικού τραύματος στο κεφάλι, την μαρτυρία αυτόπτη μάρτυρα περί απότομου φρεναρίσματος και τα διδάγματα της κοινής πείρας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο θανών οδηγός της μοτοσυκλέτας εκτινάχθηκε από αυτήν, από το σημείο που σταματούσαν τα ίχνη μαύρου χρώματος επί του οδοστρώματος και υποδεικνύαν την τροχοπέδηση, σε απόσταση περίπου 9-11 μέτρων, μέχρι να καταλήξει στην τελική του θέση επί αυτού, όπου εντοπίστηκε η λίμνη αίματος.
Βάσει, λοιπόν, της εκτιμώμενης – λόγω των ως άνω περιστάσεων – ως σφοδρής πρόσκρουσης στο οδόστρωμα, του μοναδικού και καίριου χτυπήματος στο δεξί μέτωπο, σε συνδυασμό με την έλλειψη άλλων τραυμάτων στο κεφάλι, συνήχθη ότι, ακόμη και στην περίπτωση που ο θανών οδηγός της μοτοσυκλέτας δεν φορούσε πράγματι κράνος, η χρήση πάντως αυτού, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, δεν θα είχε ως αποτέλεσμα την αποτελεσματική προστασία του κατά την πτώση της μοτοσυκλέτας, αφού η δύναμη – λόγω της εκτίναξης από απόσταση 9-11 μέτρων περίπου – με την οποία προσέκρουσε στο οδόστρωμα ήταν ικανή να προκαλέσει το ίδιο τραύμα στο συγκεκριμένο σημείο και δεν θα είχε αποφευχθεί εντέλει ο θάνατος (πρβλ. ΑΠ 940/2008, 163/2007, 1999/2004, 619/2000).