Κατά την πάγια νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων, ως εργατικό ατύχημα θεωρείται κάθε βίαιο συμβάν, το οποίο προκάλεσε θάνατο ή αναπηρία, που παρακωλύει την εργασία και το οποίο επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, τελεί δε προς αυτήν, άμεσα ή έμμεσα, σε σχέση αιτίου και αποτελέσματος· υφίσταται, δηλαδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της εργασίας και του ατυχήματος. Η αιτιώδης αυτή σχέση μεταξύ εργασίας και ατυχήματος δεν περιορίζεται σε όσα ατυχήματα συμβαίνουν εν ώρα και στον τόπο της παρεχόμενης εργασίας, αλλά καταλαμβάνει και τα ατυχήματα που λαμβάνουν χώρα κατά την μετάβαση στην εργασία ή κατά την αποχώρηση από αυτήν.
Αξιομνημόνευτη απόφαση, με την οποία αποσαφηνίστηκαν σε μεγάλο βαθμό οι προϋποθέσεις προκειμένου να χαρακτηριστεί ένα τροχαίο ατύχημα ως εργατικό, αποτέλεσε η 8452/2020 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την εν λόγω απόφαση, καθιερώθηκε για πρώτη φορά η υποχρέωση του εργοδότη να καταθέτει ενώπιον του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας στοιχεία όπως τον τόπο εργασίας των εργαζομένων και το ωράριο τους, τα οποία πρέπει να είναι ακριβή και ενδελεχή. Παράλληλα, το Δικαστήριο κατέληξε στην απόφαση του υιοθετώντας ένα τυπικό και ένα ουσιαστικό κριτήριο: αφενός, ο εργαζόμενος θα πρέπει να είναι ασφαλισμένος στο Ι.Κ.Α, αφετέρου θα πρέπει το τροχαίο να λαμβάνει χώρα αποκλειστικά στο πλαίσιο άσκησης εργασιακών καθηκόντων, κατά τη μετάβαση του εργαζομένου- ασφαλισμένου στον τόπο της εργασίας του ή την αποχώρησή του από αυτόν αρκεί να υφίσταται στη συγκεκριμένη περίπτωση αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ εργασίας και ατυχήματος.
Βέβαια, οι ως άνω προϋποθέσεις, δεν αποτελούν νομικά στεγανά και δεν αποκλείουν την εφαρμογή των γενικών διατάξεων του Αστικού Δικαίου. Για παράδειγμα, εάν ο παθών, παρότι οδηγώντας στο πλαίσιο της εργασίας του, οδηγήθηκε σε τροχαίο ατύχημα με αποκλειστικά δική του υπαιτιότητα, λόγω κατανάλωσης, λόγου χάρη, αλκοόλ, τότε το ατύχημα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως εργατικό. Τα αυτά ισχύουν και στην περίπτωση όπου ο εργαζόμενος πράγματι μετέβαινε στον χώρο εργασίας του, αναπτύσσοντας όμως υπερβολική ταχύτητα, λόγω καθυστέρησης, που δεν οφειλόταν σε ενέργειες ή εντολές του εργοδότη του.
Η ευθύνη του εργοδότη καλύπτει και την περίπτωση της ειδικής αμέλειας, κατά την οποία το ατύχημα προκλήθηκε, γιατί δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, ν περί των όρων ασφαλείας. Ο παθών διατηρεί την αξίωσή του για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, ή επί θανάτωσης προσώπου η οικογένεια του θύματος για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης κατά του εργοδότη, όταν το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα αυτού.