Ως γνωστόν, διανομή κληρονομιάς είναι η άρση της κατάστασης κατά την οποία ένα δικαίωμα ανήκει σε περισσότερους συγκληρονόμους εξ αδιαιρέτου κατ’ ιδανικά μέρη. Η διανομή της κληρονομιάς μπορεί να γίνει είτε εξωδίκως κατόπιν συμφωνίας όλων των συγκληρονόμων είτε δικαστικώς, κατόπιν έκδοσης σχετικής απόφασης σύμφωνα με τις προβλέψεις του νόμου, έχει δε πολλές συνέπειες στη διαμόρφωση των σχέσεων μεταξύ των συγκληρονόμων.
Με τη διανομή καταρχάς, κάθε συγκληρονόμος γίνεται δικαιούχος του μέρους της κληρονομιάς που περιήλθε σε αυτόν. Στην αυτούσια διανομή, ο κάθε συγκληρονόμος αποκτά πλήρη κυριότητα σε διακεκριμένο κομμάτι των κοινών αντικειμένων που διαιρέθηκαν μεταξύ των συγκληρονόμων ή σε ορισμένα από τα κοινά αντικείμενα ή σε χωριστή ιδιοκτησία επί του ενιαίου οικοπέδου, εάν πρόκειται για ακίνητο. Αν δε έγινε πώληση με πλειστηριασμό, ο κάθε συγκληρονόμος λαμβάνει μέρος του πλειστηριάσματος (=αξίας της κληρονομιαίας περιουσίας) που αντιστοιχεί στη μερίδα του. Σημαντικό είναι επίσης, ότι αν η κληρονομιά περιλαμβάνει ακίνητα απαιτείται για αυτά μεταγραφή του συμβολαίου ή της τελεσίδικης απόφασης διανομής.
Υπάρχει ακόμα η περίπτωση, κατά τον χρόνο της δικαστικής διανομής, να υφίστανται εκκρεμότητες στις εσωτερικές σχέσεις των συγκληρονόμων. Μπορεί δηλαδή ορισμένοι να έχουν απαιτήσεις κατά των υπολοίπων οι οποίες δεν έχουν εκπληρωθεί όπως αξιώσεις για ζημία που προκλήθηκε από συγκληρονόμος σε αντικείμενο της συγκληρονομιάς, αξιώσεις για τα έξοδα συντήρησης, διοίκησης και χρήσης διανεμητέου αντικειμένου ή από την είσπραξη του τιμήματος καρπών του προς διανομή ακινήτου.
Κρίσιμο είναι φυσικά και το τι θα συμβεί με τα εμπράγματα δικαιώματα τρίτων επί των αντικειμένων της συγκληρονομιάς. Μέχρι τη διανομή, ο κάθε συγκληρονόμος είχε βέβαια το δικαίωμα να επιβαρύνει τη μερίδα του με εμπράγματο δικαίωμα. Η διαμόρφωση όμως του εμπράγματου δικαιώματος μετά τη διανομή εξαρτάται από τη φύση του, ως εξής:
- Αν πρόκειται για δουλείες (με εξαίρεση την επικαρπία), αυτές δεν παραβλάπτονται εξακολουθούν να υπάρχουν επί του κοινού πράγματος μετά τη διανομή, αδιάφορο αν αυτή έγινε αυτούσια, εκούσια ή με πλειστηριασμό.
- Αν πρόκειται για ενέχυρο, υποθήκη ή επικαρπία θα πρέπει να διακρίνουμε:
Α) Επί εκούσιας διανομής, θα εξακολουθούν να βαρύνουν το κοινό πράγμα, σε όλα τα τμήματα στα οποία διαιρέθηκε, κατά το ίδιο ποσοστό με αυτό της μερίδας του κάθε υποχρέου συγκληρονόμου.
Β) Επί αυτούσιας δικαστικής διανομής, η υποθήκη και το ενέχυρο περιορίζονται στα μέρη που περιήλθαν στον οφειλέτη και, η επικαρπία, έχει ως αντικείμενο όσα περιήλθαν στον ψιλό κύριο.
Γ) Επί διανομής με πλειστηριασμό, και προκειμένου να προστατευθούν οι ενεχυρούχοι ή οι ενυπόθηκοι δανειστές, το ενέχυρο και η υποθήκη μεταφέρονται αυτομάτως στην απαίτηση που έχει ο εξερχόμενος συγκληρονόμος επί του πλειστηριάσματος (=χρηματικής αξίας της κληρονομίας). Αυτό σημαίνει αυτομάτως ότι ο υπάλληλος που διενεργεί τον πλειστηριασμό, υποχρεώνεται να καταβάλει στους δανειστές, σύμφωνα με την δικαστική απόφαση, το ποσό της απαίτησής τους. Η επικαρπία τέλος, μετά τη διανομή με πλειστηριασμό, εξακολουθεί να υφίσταται κανονικά επί του δικαιώματος της κυριότητας, το οποίο αποκτά ο λεγόμενος υπερθεματιστής, αγοραστής της διανεμόμενης κληρονομιαίας περιουσίας.
Σημειώνεται δε ότι για τυχόν ελαττώματα πραγματικά ή νομικά του μέρους της κληρονομιάς που περιήλθε με τη διανομή σε κάθε συγκληρονόμο, οι λοιποί συγκληρονόμοι ευθύνονται, ανάλογα με τη μερίδα τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου για την πώληση.