ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΠΑΡΟΧΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΠΡΩΗΝ ΣΥΝΤΡΟΦΩΝ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΔΙΑΚΟΠΗΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ (ΑΠ 2/2022)
Όπως στο πλαίσιο ενός γάμου, έτσι και στο πλαίσιο μιας ελεύθερης συμβίωσης, συχνά πραγματοποιούνται αποτιμητές σε χρήμα παροχές μεταξύ των συντρόφων. Σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης γεννάται το ερώτημα αν και με βάση ποιες διατάξεις είναι δυνατή η αναζήτηση των εν λόγω παροχών, ιδίως, δε, ενόψει της αντίστοιχης πρόβλεψης του ΑΚ για αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα μετά τη λύση του γάμου.
Περισσότερα…
Σύμφωνα με το άρθρο 1400§1 ΑΚ, «αν ο γάμος λυθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από δική του συμβολή». Ζήτημα έχει τεθεί αναφορικά με το αν η διάταξη αυτή μπορεί αναλογικά να εφαρμοστεί και κατά την ελεύθερη εκτός γάμου ένωση δύο ετερόφυλων προσώπων, δεδομένου ότι δεν υπάρχει αντίστοιχη πρόβλεψη για την εν λόγω κατάσταση.
Πρόσφατα ο Άρειος Πάγος έκρινε με την υπ’ αριθ. 2/2022 απόφασή του πως δεν συντρέχει περίπτωση αναλογικής εφαρμογής της ως άνω διάταξης, καθώς, κατά την κρίση του, ο νομοθέτης θεσπίζοντας την συγκεκριμένη διάταξη «απέφυγε ηθελημένως όμοια ή ανάλογη ρύθμιση και της ελεύθερης ένωσης, μολονότι τη γνώριζε ως υπάρχουσα de facto κατάσταση». Μάλιστα, σύμφωνα πάντα με τον ΑΠ, μεταξύ των δύο καταστάσεων εντοπίζονται θεμελιώδεις διαφορές οι οποίες δεν καθιστούν επιτρεπτή την αναλογική εφαρμογή, ιδίως ως προς τη σύσταση, τη λειτουργία, τη λύση, τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις, τις δεσμεύσεις, αλλά και τις ίδιες τις νομικές συνέπειες που επιφέρει ο γάμος, συνέπειες οι οποίες επ’ ουδενί δεν επέρχονται κατά την ελεύθερη ένωση δύο προσώπων.
Ωστόσο, δυνάμει της ίδιας απόφασης, είναι δυνατή η αναζήτηση των παροχών περιουσιακών στοιχείων μεγάλης αξίας, οι οποίες εύλογα έχουν ως δικαιολογητική βάση και «θεμέλιο» την σχέση συμβίωσης, με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Κι αυτό καθώς, σύμφωνα με την κρίση του ΑΠ, «στην περίπτωση […] που κατά τη διάρκεια της συμβίωσης υπήρξε βελτίωση της περιουσίας (πλουτισμός) του ενός των προσώπων που συζούν από την περιουσία του έτερου εξ αυτών, η οποία βελτίωση (πλουτισμός) έλαβε χώρα είτε με την προοπτική κάποιου μελλοντικού γάμου , είτε στο πλαίσιο της «κοινωνίας βίου», και στη συνέχεια η ελεύθερη συμβίωση λύθηκε, τότε εκλείπει η θεμελιώδης αιτία, χάριν της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και, συνεπώς, μπορεί να αναζητηθεί ο πλουτισμός κατά τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις».
Θα πρέπει, δηλαδή, προκειμένου να είναι δυνατή η αναζήτηση των εκατέρωθεν παροχών, να αποδεικνύεται όχι απλώς το γεγονός της εξώγαμης συμβίωσης, αλλά και ότι η συμβίωση δημιούργησε έναν σύνδεσμο εμπιστοσύνης, ο οποίος είχε, μεταξύ άλλων, ως περιεχόμενο την προσφορά παροχών ή υπηρεσιών από το ένα μέρος στο άλλο, είτε λόγω της ίδιας της υφιστάμενης σχέσης, είτε υπό την προσδοκία ενός μελλοντικού γεγονότος, όπως ο γάμος.
Επομένως, μπορεί να μην παρέχεται ειδικότερη προστασία ανάλογη με αυτή που παρέχεται στο πλαίσιο του γάμου αναφορικά με την αναζήτηση των περιουσιακών καταβολών μετά τη λύση της ελεύθερης συμβίωσης, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως οι εν λόγω καταβολές προς το έτερο μέρος δεν μπορούν να αναζητηθούν δυνάμει άλλων διατάξεων, ακριβώς λόγω των δεσμών εμπιστοσύνης και των προσδοκιών που η συμβιωτική σχέση έχει δημιουργήσει στα μέρη.