Το μποϊκοτάζ είναι οπωσδήποτε μία από τις πιο επιθετικές τεχνικές ανταγωνισμού στην αγορά. Όποια μορφή και αν λάβει, σκοπός του είναι η άσκηση πίεσης στον ανταγωνιστή προκειμένου να τηρήσει ορισμένη συμπεριφορά και να ξεκινήσει να χάνει σιγά-σιγά την θέση του στην αγορά ή, έστω, να χαθεί η εμπιστοσύνη των καταναλωτών απέναντί του. Ανάλογα δε με τα πρόσωπα που συμμετέχουν, το μποϊκοτάζ διακρίνεται σε τριμερές, το οποίο απαγορεύεται ρητά από το νόμο και, σε διμερές, που αφορά την περίπτωση άνισης μεταχείρισης ανταγωνιστή.
ΤΡΙΜΕΡΕΣ ΜΠΟΪΚΟΤΑΖ
Στο τριμερές μποϊκοτάζ μετέχουν τα εξής τρία πρόσωπα: ο υποκινητής, οι διενεργούντες το μποϊκοτάζ και ο παρεμποδιζόμενος ανταγωνιστής, τον οποίο επιχειρούν οι δύο πρώτοι να εκτοπίσουν από την αγορά. Σύμφωνα λοιπόν με τις προβλέψεις του νόμου 3959/2011 περί προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού, η με οποιοδήποτε μέσο προσπάθεια παρεμπόδισης μίας επιχείρησης να ασκήσει την επιχειρηματική της δράση (λ.χ. μέσω συνεχούς δυσφήμισής της στους καταναλωτές από τους διενεργούντες το μποϊκοτάζ μετά από παρότρυνση του υποκινητή), συνιστά πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού. Άλλα παραδείγματα αποτελούν η από τρίτο παρότρυνση περισσότερων είτε να μην αγοράζουν τα προϊόντα μίας επιχείρησης είτε να μην αποδέχονται τις υπηρεσίες που προσφέρει, με σκοπό, συνήθως να στραφεί η πλειονότητα των καταναλωτών στην αγορά των προϊόντων της επιχείρησης που ανήκει στον διενεργούντα το μποϊκοτάζ.
Κατ’ ‘εξαίρεση, το μποϊκοτάζ μπορεί να θεωρηθεί θεμιτό όταν διεξάγεται για σκοπό μη ανταγωνιστικό. Τέτοια είναι η περίπτωση που κάποιος προμηθευτής παροτρύνει πελάτες να μην προμηθεύονται προϊόντα από ορισμένη επιχείρηση επειδή γνωρίζει ότι χρησιμοποιεί στα εργοστάσιά της ανήλικα παιδιά, ή μεθόδους παρασκευής προϊόντων άκρως βλαβερές για το περιβάλλον.
ΔΙΜΕΡΕΣ ΜΠΟΪΚΟΤΑΖ
Στο διμερές μποϊκοτάζ πρωταγωνιστούν δύο μόνο πρόσωπα: ο διενεργών το μποϊκοτάζ και ο παρεμποδιζόμενος ανταγωνιστής. Αφορά περιπτώσεις όπου μία οικονομικά ισχυρή επιχείρηση, η οποία κατά κανόνα θα κατέχει και δεσπόζουσα, κυρίαρχη θέση στην αγορά συγκεκριμένων προϊόντων, αρνείται να συμβληθεί ή, διακόπτει αιφνίδια και αδικαιολόγητα τη συνεργασία της με μία μικρότερη και όχι ισχυρή οικονομικά επιχείρηση. Η «παρεμποδιζόμενη» επιχείρηση, στερείται κατ’ αυτόν τον τρόπο τους αναγκαίους πελάτες ή τους προμηθευτές της, και σταδιακά, βρίσκεται σε όλο και πιο μειονεκτική θέση στην αγορά.
Η ως άνω συμπεριφορά και πρακτική αποτελεί την λεγόμενη «καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης», η οποία διαπράττεται από την πλευρά της οικονομικά ισχυρής επιχείρησης. Χάριν ελεύθερου ανταγωνισμού βέβαια, ισχύουν η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων και της ελεύθερης επιλογής πελατών, μιας και κάθε επιχείρηση δικαιούται να συνάπτει, να διατηρεί και να διακόπτει τις σχέσεις και τις συνεργασίες της με όλους τους αντισυμβαλλομένους της. Υποχωρεί ωστόσο η ελευθερία των συμβάσεων, όταν μια επιχείρηση αρνείται να πωλήσει σε άλλη αναντικατάστατα προϊόντα, παρ’ ότι είναι αποκλειστικός εισαγωγέας αυτών.
Είναι αθέμιτη δηλαδή και δεν δικαιολογείται, βάσει επιχειρηματικών και πάνω απ’ όλα αντικειμενικών κριτηρίων, η διακριτική μεταχείριση επιχείρησης, με σκοπό είτε απλώς την βλάβη είτε την εκτόπισή της από την αγορά, γεγονός που θεμελιώνεται και στην διάταξη 281 του Αστικού Κώδικα περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, πέρα από την γενική ρήτρα περί αθεμίτου ανταγωνισμού (άρθρο 1 του νόμου 146/2014). Όποια περίπτωση μποϊκοτάζ και αν συντρέχει, παρέχεται στον προσβαλλόμενο αξίωση:
Α) άρσης της προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον και
Β) αποζημίωσης, σύμφωνα με τη γενική διάταξη 914 του Αστικού Κώδικα.