Στα πλαίσια της σύγχρονης συναλλακτικής καθημερινότητας και της εμπορικής πρακτικής, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η διάκριση μεταξύ συμβάσεων αποκλειστικής και απλής διανομής, η οποία δεν είναι πάντοτε ευχερής και στηρίζεται επί συγκεκριμένων κριτηρίων που έχουν τεθεί προς τούτο από την θεωρία και την νομολογία.
Ως σύμβαση αποκλειστικής διανομής, νοείται η ιδιόρρυθμη διαρκής ενοχική σύμβαση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ένας συμβαλλόμενος (παραγωγός ή χονδρέμπορος) υποχρεούται να πωλεί, αποκλειστικά, για μία ορισμένη περιοχή, στον άλλον (διανομέα) τα συμβατικά εμπορεύματα και ο τελευταίος να προμηθεύεται αποκλειστικά από εκείνον τα εμπορεύματα αυτά, τα οποία στη συνέχεια μεταπωλεί σε τρίτους στο δικό του όνομα, για δικό του λογαριασμό και με δικό του επιχειρησιακό κίνδυνο. Η έννοια της αποκλειστικότητας είναι, ότι ο παραγωγός αυτοδεσμεύεται με τη σύμβαση αποκλειστικής διανομής να μην παραδώσει εμπορεύματα σε τρίτους ανταγωνιστές του αποκλειστικού διανομέα μέσα στην περιοχή διανομής και επίσης ότι ο αποκλειστικός διανομέας υποχρεούται να μη διανέμει ευθέως ανταγωνιστικά προϊόντα.
Αξίζει να σημειωθεί σε αυτό το σημείο, προς αποφυγή παρερμηνειών, ότι η ανωτέρω ιδιότυπη, διαρκούς χαρακτήρα, ενοχική σύμβαση αποκλειστικής διανομής, αντιδιαστέλλεται ως προς την νομική της υφή, από εκείνη της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, στα πλαίσια λειτουργίας της οποίας (σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας) ο εμπορικός αντιπρόσωπος ενεργεί ως βοηθητικό όργανο διαμεσολάβησης στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου, ενώ στο πλαίσιο της λειτουργίας της σύμβασης αποκλειστικής διάθεσης (διανομής) ο ένας εκ των συμβαλλόμενων (ο διανομέας), ενεργεί στο δικό του όνομα, για δικό του λογαριασμό και με δικό του επιχειρησιακό κίνδυνο.
Η διάκριση, δε, της σύμβασης αποκλειστικής από εκείνη της απλής διανομής, εντοπίζεται στο γεγονός ότι στο εννοιολογικό περιεχόμενο της απλής διανομής εντάσσεται η σύμβαση με την οποία για ορισμένο ή αόριστο χρόνο ο ένας συμβαλλόμενος (παραγωγός) υποχρεούται να πωλεί για ορισμένη εδαφική περιοχή σε άλλον (διανομέα) τα προϊόντα παραγωγής του, τα οποία στη συνέχεια ο τελευταίος μεταπωλεί σε τρίτους, στο δικό του όνομα, για δικό του λογαριασμό και με δικό του επιχειρηματικό κίνδυνο, αποσκοπώντας σε εμπορικό κέρδος που αντιστοιχεί στη διαφορά της τιμής αγοράς και της τιμής πώλησης, αναλαμβάνοντας συνήθως και την υποχρέωση να ακολουθεί τις οδηγίες του παραγωγού ως προς την εμφάνιση και ποιότητα των πωλούμενων προϊόντων, να διαθέτει προσωπικό για την προώθηση των πωλήσεων, να προστατεύει τα συμφέροντα και τη φήμη του παραγωγού, να διαθέτει τα αναγκαία αποθέματα για να μην παρουσιαστούν ελλείψεις στην αγορά, διατηρώντας με δικά του έξοδα κατάλληλη οργάνωση και υποδομή, και έχοντας το δικαίωμα να καθορίζει ο ίδιος τις τιμές με τις οποίες μεταπωλεί τα προϊόντα προς τρίτους, ή να έχουν συμβατικά καθοριστεί ανώτατα ή κατώτατα όρια τιμών, χωρίς όμως ο τελευταίος (διανομέας) να ενεργεί ως τμήμα της εμπορικής οργάνωσης του προμηθευτή και χωρίς να συμφωνηθεί μεταξύ τους ο όρος της αποκλειστικότητας, υπό την έννοια ότι ο διανομέας αναλαμβάνει τη συμβατική υποχρέωση κατά τη λειτουργία της σύμβασης να μην ασκεί ανταγωνιστικές πράξεις διαθέτοντας στους πελάτες του δικτύου του αποκλειστικά και μόνον τα συμβατικά προϊόντα του προμηθευτή.
Ενόψει των προεκτεθέντων και των αντίστοιχων παραδοχών της νομολογίας, παρά την διαφοροποίηση που υφίσταται ανάμεσα στις συμβάσεις αποκλειστικής διανομής και εμπορικής αντιπροσωπείας, επί των πρώτων μπορούν να εφαρμοσθούν, αναλόγως, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, οι διατάξεις του Π.Δ. 219/1991, υπό την προϋπόθεση ότι στην εκάστοτε υπό κρίση περίπτωση τα χαρακτηριστικά στοιχεία της σύμβασης αποκλειστικής διανομής προσομοιάζουν, έστω και αν δεν ταυτίζονται πλήρως, με εκείνα της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας (Ολ. ΑΠ 16/2013, Δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος). Απεναντίας, η αναλογική αυτή εφαρμογή του ως άνω Π.Δ. δεν φτάνει έως την εφαρμογή του και επί των συμβάσεων απλής διανομής, δηλαδή εκείνων στις οποίες ο διανομέας διαθέτει, εκτός από τα προϊόντα του παραγωγού, και άλλα, ανταγωνιστικά προς τα δικά του, προϊόντα. Και τούτο, διότι στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει το πλέον ουσιώδες στοιχείο της άνω ομοιότητας, δηλαδή εκείνο της εκ μέρους του διανομέα ανάληψης υποχρέωσης μη ανταγωνισμού και προώθησης διαρκώς και αποκλειστικά των προϊόντων του παραγωγού στην περιοχή ευθύνης του (βλ. ΑΠ 419/2018, ΑΠ 1909/2013, ΤΝΠ NOMOS).