Η σύμβαση franchise, είναι μια σύμβαση συνεργασίας, μεταξύ δύο ανεξάρτητων επιχειρήσεων, με την οποία η μία επιχείρηση (franchisor) παραχωρεί στην άλλη (franchisee), για ορισμένο ή αόριστο χρονικό διάστημα, έναντι άμεσου ή έμμεσου οικονομικού ανταλλάγματος, το δικαίωμα εκμετάλλευσης του λεγόμενου «πακέτου δικαιόχρησης» (“franchising” ή “franchise”), με σκοπό την πώληση συγκεκριμένου τύπου προϊόντων ή υπηρεσιών σε τελικούς χρήστες.
Η ως άνω περιγραφείσα συμφωνία αποκαλύπτει τα τυπολογικά γνωρίσματα της σύμβασης franchise, τα οποία είναι:
- H παραχώρηση των διακριτικών γνωρισμάτων και της τεχνογνωσίας από το δικαιοδότη, ό,τι δηλαδή συνθέτει το «πακέτο»,
- H υποχρέωση του δικαιοδότη να υποστηρίζει το δικαιοχρήστη και να ελέγχει κάθε άλλο δικαιοχρήστη, αλλά και η υποχρέωση του δικαιοχρήστη να συμμορφώνεται με τις υποδείξεις του δικαιοδότη και τις αρχές του συστήματος, καταβάλλοντας τα συμφωνηθέντα χρηματικά ποσά στο δικαιοδότη.
Με βάση τα ανωτέρω, γίνεται δεκτό, ότι σπουδαίος λόγος που δικαιολογεί την έκτακτη καταγγελία μιας σύμβασης franchise ορισμένου ή αόριστου χρόνου, αποτελεί κατ` αρχήν η υπαίτια παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων από τον αντισυμβαλλόμενο του καταγγέλλοντος, καθώς και εκείνα τα περιστατικά που, σε συσχέτιση με τη φύση, τους σκοπούς και τις λειτουργίες της συμβάσεως, καθιστούν κατά τα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη επαχθή και μη ανεκτή για το ένα ή και αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη τη συνέχιση της συμβατικής δεσμεύσεως, όπως συμβαίνει όταν έχει εκλείψει η αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των μερών που καθιστά αδύναμη την περαιτέρω συνέχιση της εμπορικής τους συνεργασίας.
Καταγγελία που έγινε χωρίς σπουδαίο λόγο ή με επίκληση τέτοιου λόγου που αποδείχθηκε μεταγενέστερα είτε μη σπουδαίος, είτε αναληθής, είναι άκυρη και γι` αυτό δεν επιφέρει τη λήξη της σύμβασης franchise, σύμφωνα με την κρατούσα γνώμη ύπαρξης σπουδαίου λόγου.
Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί, ότι η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας σε όλες τις περιπτώσεις (εκτός από αυτήν της καταγγελίας της εταιρικής σύμβασης ορισμένου χρόνου, όπως αναφέρθηκε, κατά την κρατούσα στη νομολογία θέση), υπόκειται σε έλεγχο ως προς την καταχρηστικότητα της άσκησής της.
Έτσι, εάν η καταγγελία υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, απαγορεύεται και είναι άκυρη.
Κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ βέβαια, για να θεωρηθεί ή άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των θεσπιζομένων μ’ αυτή αντικειμενικών κριτηρίων να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, στο συγκεκριμένο κύκλο συναλλαγών