Με τη σύμβαση χρησιδανείου, ο χρήστης παραχωρεί στο χρησάμενο, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, χωρίς αντάλλαγμα, πράγμα κινητό ή ακίνητο, ο τελευταίος δε έχει την υποχρέωση να αποδώσει το πράγμα στον χρήστη μετά τη λήξη της σύμβασης.
Από την διάταξη του άρθρου 810 ΑΚ, προκύπτει σαφώς ότι το χρησιδάνειο καταρτίζεται με σύμβαση μεταξύ του χρήστη και του χρησαμένου, η οποία δεν υπόκειται σε κανένα τύπο και μπορεί να συνάγεται και σιωπηρά από πράξεις των συμβαλλομένων και με την οποία ο πρώτος παραχωρεί χωρίς αντάλλαγμα τη χρήση πράγματος, στον δεύτερο, ο οποίος αναλαμβάνει την υποχρέωση να το επιστρέψει μετά τη λήξη αυτής.
Πρόκειται για σύμβαση που καταρτίζεται μόνο με και από την εκτέλεση της παροχής από τον χρήστη. Επομένως ανάλογα με το περιεχόμενο της σύμβασης, τη φύση της συγκεκριμένης χρήσης και γενικώς των περιστάσεων, η παροχή του χρήστη συνίσταται συνήθως σε πράξη αυτού, δηλαδή στην παράδοση του πράγματος, δηλαδή της φυσικής εξουσίας επ’ αυτού, αλλά δεν αποκλείεται να συνίσταται και σε παράλειψη ή ανοχή του χρήστη.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο χρησάμενος δεν αποκτά νομή επί του πράγματος, αλλά μόνο την κατοχή αυτού, και ασκεί τη νομή, η οποία παραμένει στον χρήστη, στο όνομα του τελευταίου, με αποτέλεσμα όσο διαρκεί η σύμβαση του χρησιδανείου να μην μπορεί ο χρησάμενος να χρησιδεσπόσει το πράγμα (ΑΠ 407/2009).
Από το συνδυασμό της ως άνω διάταξης 810 ΑΚ προς αυτήν του άρθρου 816 προκύπτει ότι, αν το χρησιδάνειο ορίστηκε για αόριστο χρόνο η σύμβαση λύεται με καταγγελία από το χρήστη, αρκεί να μην ασκείται το δικαίωμα καταγγελίας άκαιρα και επιζήμια (άρθρα 200, 288 ΑΚ), ενόψει της ιδιάζουσας φύσης του χρησιδανείου ως σύμβασης φιλαλληλίας, αγαθοσύνης και κοινωνικής ευπρέπειας, γεγονός πάντως που αποτελεί περιεχόμενο σχετικής ένστασης του εναγόμενου χρησάμενου.
Επίσης, από τις διατάξεις των άρθρων 1094 και 1095 του ΑΚ για τη διεκδικητική αγωγή, συνδυαζόμενες με εκείνες των άρθρων 810 μέχρι 819 για το χρησιδάνειο, προκύπτει ότι ο κύριος πράγματος (κινητού ή ακινήτου) και χρήστης, σε περίπτωση που έχει αυτό δοθεί ως χρησιδάνειο δικαιούται μετά την λήξη του χρησιδανείου να ασκήσει προς απόδοση του πράγματος, τόσο τη διεκδικητική αγωγή, όσο και την ενοχική αγωγή εκ του χρησιδανείου.
Σε κάθε περίπτωση, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 810, 816, 817 και 288 ΑΚ προκύπτει ότι το δικαίωμα του χρήστη για αναζήτηση του πράγματος πρέπει να ασκείται όπως επιβάλλεται από την καλή πίστη και επομένως, δεν μπορεί να ασκηθεί ακαίρως και κατά τρόπο προσκρούοντα στην αρχή της καλής πίστης.
Σε περίπτωση μη επιστροφής του πράγματος κατά την ορισθείσα ημέρα λήξης του χρησιδανείου ή επιστροφής αυτού καθυστερημένα, ο χρησάμενος καθίσταται υπερήμερος και ο χρήστης δικαιούται να ζητήσει εκτός από την παροχή, δηλαδή την επιστροφή του πράγματος, και αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από την καθυστέρηση κατά τα άρθρα 341 και 343 ΑΚ. Η αποζημίωση δε αυτή είναι δυνατό να συνίσταται σε αποκατάσταση τόσο της θετικής ζημίας, όσο και του διαφυγόντος κέρδους του χρήστη. Όπως δε προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 298 του ΑΚ, η αποζημίωση που οφείλεται, είτε από αδικοπραξία είτε από τη σύμβαση, περιλαμβάνει τόσο τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δικαιούχου (“θετική ζημία”) όσο και το διαφυγόν κέρδος (“αποθετική ζημία”).
Στην περίπτωση της θετικής ζημίας, η αντιστοιχούσα αποζημίωση υπολογίζεται με βάση την αξία του πράγματος ως παλαιού και όχι αναλόγως της δαπάνης η οποία απαιτείται για την απόκτηση καινούργιου πράγματος, διότι άλλως ο ζημιωθείς θα αποκόμιζε ωφέλεια, πράγμα το οποίο θα ήταν αντίθετο προς την έννοια της αποζημιώσεως και την διέπουσαν αυτήν γενική αρχή της αποκαταστάσεως του ζημιωθέντος στην προ του ζημιογόνου γεγονότος περιουσιακή κατάσταση.
Έτσι, αν το πράγμα έχει υποστεί ολική καταστροφή ώστε να μην έχει καμία χρησιμότητα, η ζημία συνίσταται στην αξία αυτού κατά το χρόνο της συζήτησης της αγωγής, αν όμως αυτή είναι μερική λόγω των φθορών και βλαβών που υπέστη, η ζημία ισούται με την προκύπτουσα διαφορά, μεταξύ της πριν από τις φθορές και βλάβες αξία του και αυτή την οποία έχει μετά τις τελευταίες, εφόσον η αποζημίωση ζητείται να παρασχεθεί σε χρήμα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 297 ΑΚ. Σύμφωνα, όμως, με τις ως άνω διατάξεις, τα περιστατικά που προσδιορίζουν τη ζημία αυτή, πρέπει, κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ, να εκτίθενται στην αγωγή.
Αδικοπρακτική Ευθύνη
Κατά την διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298, 299 και 330 προκύπτει ότι, προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι:
- ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη),
- παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης,
- υπαιτιότητα, που περιλαμβάνει το δόλο και την αμέλεια, και
- πρόσφορος αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας.
Ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση της θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε.
Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει, είτε από αδικοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ, ήτοι την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την παρούσα κοινωνική αντίληψη.
Περιπτώσεις Μη Ευθύνης
Η αθέτηση της συμβάσεως καθ` εαυτήν δεν συνιστά άνευ εταίρου αδικοπραξία. Βέβαια, αποτελεί πράξη παράνομη, όμως οι έννομες συνέπειες της παραβάσεως ρυθμίζονται όχι από τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, αλλά από τις διατάξεις για τη μη εκπλήρωση της παροχής ή την αθέτηση ενοχής εν γένει.
Μερικές φορές όμως, είναι δυνατό ένα και το αυτό βιοτικό γεγονός να συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις, τόσο της αθετήσεως της συμβάσεως, όσο και της αδικοπραξίας. Αυτό συμβαίνει όταν το βιοτικό γεγονός και χωρίς τη συμβατική σχέση που προϋπάρχει θα ήταν παράνομο ως αντίθετο προς το γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ να μην προκαλεί κανένας σε άλλον υπαίτια ζημία, ή εφόσον θα ήταν καθαυτό αντίθετο στα χρηστά ήθη κατ’ άρθρο 919 ΑΚ.
Για τη θεμελίωση όμως και της πρωτογενούς αδικοπρακτικής ευθύνης, θα πρέπει να ισχύουν όλα εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τις προϋποθέσεις της αποζημιώσεως και κυρίως την παράνομη ενέργεια του υπόχρεου, την υπαιτιότητα αυτού, τη ζημία και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και της ζημίας.
Κατά συνέπεια, όταν το πταίσμα που επέφερε τη ζημία ταυτίζεται κατά το πραγματικό αυτού περιεχόμενο προς την παραβίαση της σύμβασης και τη δημιουργία της παρανομίας δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί αδικοπραξίας.