Στα πλαίσια των άρθρων 103-105 Ν. 4548/2018 ρυθμίζεται η άσκηση των αξιώσεων της εταιρείας κατά των μελών του διοικητικού της συμβουλίου, που ευθύνονται κατά το άρθρο 102 του ίδιου Νόμου, ήτοι των αξιώσεων που προκύπτουν από την κακή διαχειριστική δράση του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.).
Το εταιρικό συμφέρον συνιστά αόριστη νομική έννοια, που απαντάται σε περισσότερες διατάξεις (βλ. λ.χ. άρθρα 747 ΑΚ, 22α παρ. 2 και 3α, 23α παρ. 1 στοιχ. β΄ και 49 παρ. 4 του Κ.Ν. 2190/1920, όπως και το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 3016/2002), χωρίς, ωστόσο, να ορίζεται ρητώς
Στα πλαίσια της υπ’ αριθμ. 4108/2019 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επισημαίνεται ότι: «[…] Το εταιρικό συμφέρον καλύπτει τα ενδοεταιρικά συμφέροντα και ιδίως το υπερατομικό συμφέρον των εταίρων στην εξασφάλιση και προώθηση της υποστάσεως της εταιρείας, της ικανότητας λειτουργίας και εκπληρώσεως του εταιρικού σκοπού ή, συνοπτικότερα, της διαρκούς και μακροπρόθεσμης προκοπής της εταιρείας. Από την άποψη αυτή, το εταιρικό συμφέρον δεν είναι έννοια αυτόνομη, αλλά ο ίδιος ο εταιρικός σκοπός, ιδωμένος όχι πλέον ως αφηρημένη γενική κατεύθυνση, αλλά ως το αποτέλεσμα από την εφαρμογή του, ως μέτρου αξιολογήσεως μίας συγκεκριμένης επιχειρηματικής επιλογής σε ορισμένη χρονική στιγμή. Η ανωτέρω σκοπούμενη επίτευξη βαρύνει το σύνολο των μετόχων, οι οποίοι στο πλαίσιο της υποχρεώσεως πίστεως έναντι της εταιρείας οφείλουν να μεριμνούν για τη βιωσιμότητα, την εσωτερική σταθερότητα και τη διαρκή προαγωγή του σκοπού της εταιρικής επιχειρήσεως
Σύμφωνα, δε, με τη μάλλον κρατούσα στη θεωρία προσέγγιση, δεν υφίσταται δυνατότητα υποκαταστάσεως του εταιρικού συμφέροντος από το συμφέρον του ομίλου επιχειρήσεων, στον οποίο εντάσσεται μία ανώνυμη εταιρεία. Επισημαίνεται, μάλιστα, ότι τόσο στον Κ.Ν. 2190/1920, όσο και στον μεταγενέστερο Ν. 4548/2018 δεν απαντάται και δεν αναγνωρίζεται η έννοια του «συμφέροντος του ομίλου», ως λόγος περιορισμού της ευθύνης των μελών του διοικητικού συμβουλίου Και τούτο, καθώς το συμφέρον του ομίλου έχει αναφορά μόνο στον κυρίαρχο μέτοχο και όχι στους μετόχους σαν σύνολο, ενώ δεν αποκλείεται η βούληση του τελευταίου να βλάπτει, βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, την ελεγχόμενη εταιρεία
Επομένως, το «συμφέρον του ομίλου» δεν μπορεί να αποτελέσει έναν ασφαλή λιμένα που απαλλάσσει τη διοίκηση της ομιλοποιημένης εταιρείας από κάθε ευθύνη, ακόμη και αν αυτή εφήρμοσε επιχειρηματική πολιτική εις βάρος της εταιρείας, τα δε μέλη της διοικήσεώς της δεν δύναται να επικαλεσθούν τον κανόνα της επιχειρηματικής κρίσεως, σε περίπτωση που προβούν σε ενέργειες, οι οποίες εκφεύγουν του εταιρικού σκοπού.
Ωστόσο, δεν θα πρέπει να παροραθεί και το γεγονός πως στο πλαίσιο της σύγχρονης επιχειρηματικής πραγματικότητας ο όμιλος επιχειρήσεων αποτελεί το οικονομικό περιβάλλον, το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν κατά την εκτίμηση του εταιρικού συμφέροντος της ανώνυμης εταιρείας. Άλλοις λόγοις, ο ομιλικός προσανατολισμός μπορεί να θεωρηθεί ως στοιχείο που χρωματίζει και τελικώς συγκαθορίζει την έννοια του εταιρικού συμφέροντος μίας ομιλοποιημένης εταιρείας, εφόσον τα συμφέροντα της τελευταίας προάγονται δια της εντάξεώς της σε έναν εύρωστο επιχειρηματικό όμιλο. Βέβαια, και σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει οι επιχειρηματικές αποφάσεις των διοικούντων την ανώνυμη εταιρεία να λαμβάνονται κατόπιν αξιολογικών σταθμίσεων των υφιστάμενων ή επαπειλούμενων κινδύνων και των αναμενόμενων ωφελειών, στο πλαίσιο των προεκτεθεισών δικλείδων ασφαλείας, που τίθενται από τον κανόνα της επιχειρηματικής κρίσεως. Ειδικότερα, οι εταιρικοί διοικητές επιβάλλεται να προβούν σε στάθμιση μεταξύ της τυχόν προκαλούμενης στην εταιρεία τους βραχυπρόθεσμης ζημίας και του μακροπρόθεσμου οφέλους της, υπό την έννοια ότι η συγκεκριμένη επιχειρηματική επιλογή τους σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα θα οδηγήσει σε επαύξηση της εταιρικής περιουσίας, μέσω της ενδυναμώσεως της κερδοφορίας της εταιρείας, της ανταγωνιστικότητας της επιχειρήσεώς της, καθώς και των προϊόντων και των υπηρεσιών της».
Εν όψει των ανωτέρω καταλήγουμε στο συμπέρασμα, ότι το εταιρικό συμφέρον δεν μπορεί να υποκατασταθεί από το συμφέρον του ομίλου στον οποίο ανήκει η εταιρεία, παρότι το τελευταίο λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση και εν τέλει συγκαθορίζει το πρώτο.