Για τα αδικήματα της φοροδιαφυγής και της μη καταβολής ληξιπρόθεσμων οφειλών στο Ελληνικό Δημόσιο που φέρεται να έχουν τελεστεί από εταιρείες, η ποινική ευθύνη των εταίρων διαφοροποιείται ουσιωδώς ανάλογα από την ειδικότερη νομική μορφή της εταιρείας που φέρεται να έχει διαπράξει τα αδικήματα αυτά καθώς και από μία σειρά επί μέρους παραμέτρους που αναλυτικά ορίζονται στο Νόμο.
Στην ελληνική έννομη τάξη, η ποινική ευθύνη είναι υποκειμενική. Αυτό συνεπάγεται ότι η στοιχειοθέτησή της προϋποθέτει την πλήρωση τόσο της αντικειμενικής υπόστασης (δηλ. τέλεση ή αρχή τέλεσης της παράνομης ενέργειας) όσο και της υποκειμενικής υπόστασης (δηλ. ύπαρξη υπαιτιότητας – δόλου ή αμέλειας) του αδικήματος.
Το αυτό ισχύει και για τα οικονομική εγκλήματα της φοροδιαφυγής καθώς και της μη καταβολής ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Ελληνικό Δημόσιο. Τι συμβαίνει όμως όταν υποκείμενα των εγκλημάτων αυτών δεν είναι φυσικά πρόσωπα αλλά νομικά πρόσωπα;
Εδώ εξετάζεται το θέμα της ποινικής ευθύνης των εταίρων, δεδομένου ότι το νομικό πρόσωπο δεν πράττει υπό την έννοια της ποινικά ενδιαφέρουσας πράξης ενός φυσικού προσώπου.
Στο άρθρο 25 του Ν. 1882/1990 «Φοροδιαφυγή – Φορολογία και λοιπές διατάξεις», το οποίο προσφάτως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 του Ν. 4337/2015 «Μέτρα εφαρμογής Μνημονίου 3: Συνταξιοδοτικά/Εγκλήματα Φοροδιαφυγής/Δημοσιονομικά κ.λπ.», ορίζονται οι επιβαλλόμενες ποινές καθώς και οι αυτουργοί των αδικημάτων στις περιπτώσεις που φορείς τέλεσης τους φέρεται να είναι νομικά πρόσωπα.
- Η μορφή του νομικού προσώπου που φέρεται να έχει τελέσει τέτοιου είδους ποινικό αδίκημα καθορίζει την ύπαρξη ή μη ποινικής ευθύνης του εταίρου. Για τις προσωπικές εμπορικές εταιρείες, δηλαδή τις ομόρρυθμες εταιρείες, τις ετερόρρυθμες εταιρείες ο νόμος 4072/2012 προβλέπει απεριόριστη και εις ολόκληρον ευθύνη του εταίρου (Ν. 4072/2012). Αντιθέτως, για τις κεφαλαιουχικές εταιρείες, όπως είναι οι Α.Ε., Ε.Π,.Ε προβλέπεται ευθύνη του εταίρου μέχρι το ύψος της εταιρικής περιουσίας.
- Οι αυτουργοί ποικίλλουν ανάλογα με την μορφή του νομικού προσώπου. Για τις ανάγκες του ελληνικού ποινικού δικαίου, αυτουργοί θεωρούνται:
α) Στις Α.Ε., οι πρόεδροι των Δ.Σ., οι διευθύνοντες, εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές, ως και εν γένει κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση ή εκπροσώπηση αυτών.
β) Στις Ο.Ε. & Ε.Ε., οι ομόρρυθμοι ή ετερορρυθμοι εταίροι και οι διαχειριστές αυτών ως και εν γένει κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση είτε από οποιαδήποτε αιτία στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών.
γ) Στις Ε.Π.Ε. & Ι.Κ.Ε., οι διαχειριστές αυτών ως και εν γένει κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση είτε από οποιαδήποτε αιτία στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών. Όταν δε ελλείπουν ή απουσιάζουν οποιοιδήποτε εκ των προαναφερόμενων προσώπων, αυτουργοί θεωρούνται οι εταίροι αυτών.
Ζητούμενο είναι επίσης η πραγματική ανάμιξη του εταίρου στην τέλεση του αδικήματος της φοροδιαφυγής ή της μη καταβολής οφειλών προς το Δημόσιο. Σύμφωνα δε με την παράγραφο 3 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990:
«… η ποινική δίωξη ασκείται για τα χρέη προς το Δημόσιο και τρίτους πλην ιδιωτών που ήταν βεβαιωμένα κατά το χρόνο απόκτησης της πιο πάνω ιδιότητας ή βεβαιώθηκαν κατά τη διάρκεια που είχαν τη συγκεκριμένη ιδιότητα, ανεξάρτητα αν μεταγενέστερα απέβαλαν την ιδιότητα αυτή με οποιονδήποτε τρόπο ή για οποιαδήποτε αιτία καθώς και για τα χρέη που βεβαιώθηκαν ανεξάρτητα από τη λύση ή μη των νομικών προσώπων, αλλά γεννήθηκαν ή ανάγονται στο χρόνο που είχαν την ιδιότητα αυτή…».
Ο Νόμος 4337/2015 ορίζει ότι ο διαχειριστής ευθύνεται αυτοτελώς για χρέη που προέκυψαν κατά το χρονικό διάστημα της πραγματικής ανάμιξής του στην διαχείριση του νομικού προσώπου, ανεξάρτητα από το ποιο ήταν το πρόσωπο που ασκούσε τη διαχείριση κατά το χρόνο άσκησης της ποινικής δίωξης.
Τέλος, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην διάταξη του άρθρου 71 παρ. 2 Ν. 4174/2014, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 8 Ν. 4337/2015, με την οποία ορίζεται ότι: «Αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων που εκδόθηκαν για χρέη μικρότερα από εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ και δεν έχουν εκτελεστεί κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού, δεν εκτελούνται. Αν άρχισε η εκτέλεσή τους, διακόπτεται. Εκκρεμείς αιτήσεις Προισταμένων Δημόσιων Οικονομικών Υπηρεσιών ή Ελεγκτικών Κέντρων ή Τελωνείων για χρέη κατώτερα αυτού του ποσού, δεν εισάγονται για συζήτηση. Η αναστολή της παραγραφής των χρεών, κατώτερων του ποσού των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, για τα οποία υποβλήθηκε αίτηση ποινικής δίωξης, λήγει με τη δημοσίευση του νόμου αυτού, η παραγραφή συνεχίζεται και δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο έτους από τη λήξη της αναστολής αυτής.».