Ο νόμος προβλέπει χαρακτηριστικά ότι με βάση τον εκτελεστό τίτλο (διαταγή πληρωμής συνηθέστερα, ή εκτελεστή δικαστική απόφαση) κατά της ομόρρυθμης ή της ετερόρρυθμης εταιρείας μπορεί να γίνει αναγκαστική εκτέλεση και σε βάρος της περιουσίας των ομόρρυθμων εταίρων αυτής.
Η σύμπτωση της νομικής θέσης του ομορρύθμου εταίρου µε εκείνη της εταιρείας αποτυπώνεται, µμάλιστα, διάχυτα σε όλες τις ουσιαστικές και δικονομικές σχέσεις του µέλους και όχι µόνο στην αναγκαστική εκτέλεση. Ως αλληλέγγυα υπόχρεος λοιπόν, ο ομόρρυθμος εταίρος οφείλει να ανεχθεί την εναγωγή του από το δανειστή, που δικαιούται µε τη σειρά του να απαιτήσει την καταβολή του χρέους κατ’ αρέσκεια από οποιονδήποτε, είτε δηλαδή από την εταιρεία είτε από τον ή τους ομορρύθμους εταίρους της. Η άσκηση της αγωγής κατά της εταιρείας όμως, εμποδίζει λόγω εκκρεμοδικίας την άσκηση όμοιου περιεχομένου αγωγής και κατά του ομορρύθμου µέλους. Εάν δε, ασκηθεί κοινή αγωγή και κατά των ομόρρυθμων εταίρων και κατά της εταιρείας, τότε µμεταξύ τους δημιουργείται αυτό που νομικά ονομάζουμε «σχέση αναγκαίας ομοδικίας», η οποία με τη σειρά της οδηγεί στην επέκταση του δεδικασµένου και της εκτελεστότητας έναντι αμφότερων.
Όταν εντούτοις, ο εταιρικός δανειστής απευθύνει την αγωγή ατομικά κατά των ομόρρυθμων µελών της εταιρείας, οφείλει για να θεμελιώσει την ευθύνη τους ενώπιον του Δικαστηρίου, να εξειδικεύσει ότι στρέφεται κατ’ αυτών ως µελών της οφειλέτιδας εταιρείας. Δικονομικά επίσης, υπάρχει η δυνατότητα ο µη εναχθείς ομόρρυθμος εταίρος να «προσεπικληθεί» από την εναχθείσα εταιρεία. Σε επίπεδο εκτελέσεως, τέλος, ο δανειστής δικαιούται να αρχίσει ή να συνεχίσει εκτέλεση παράλληλα κατά της εταιρίας και των ομόρρυθμων εταίρων της, χωρίς όπως προαναφέραμε να έχει την υποχρέωση να ικανοποιηθεί πρώτα την εταιρεία.
Περαιτέρω, η υποχρέωση του ομορρύθμου εταίρου να ανεχθεί την εναγωγή του ή την εναντίον του επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως δεν συναρτάται µε την ιδιότητά του ως ομορρύθμου µέλους κατά τον χρόνο διεξαγωγής της δίκης ή επίσπευσης της εκτέλεσης. Προϋποθέτει µόνο την κατά το ουσιαστικό δίκαιο ύπαρξη ή διατήρηση της ευθύνης του ως προς το εταιρικό χρέος. Έτσι η «εκτελεστότητα» αντιτάσσεται κατά του ομορρύθμου εταίρου για χρέη προγενέστερα ή μεταγενέστερα της εισόδου του στην εταιρεία, εκτός αν συναφθεί αντίθετη σχετική συμφωνία και τηρηθούν ως προς αυτήν χάριν της προστασίας των δανειστών οι διατυπώσεις δημοσιότητας.
Οι εταιρικοί δανειστές έχουν εξάλλου το δικαίωμα να προβούν σε αναγκαστική εκτέλεση κατά ομορρύθμου εταίρου για να ικανοποιήσουν αξίωσή τους κατά της εταιρείας, µε βάση εκτελεστό τίτλο κατά της τελευταίας, χωρίς να είναι ανάγκη να έχουν αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατά του εν λόγω εταίρου, ή να έχουν προβεί προηγουμένως σε εκτέλεση κατά της Ο.Ε. Η συγκεκριμένη πρόβλεψη του νόμου αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα ότι για να αρχίσει αναγκαστική εκτέλεση κατά ενός προσώπου χρειάζεται να εκδοθεί εναντίον του εκτελεστός τίτλος. Αυτό σημαίνει δικονομικά ότι «διευρύνονται τα υποκειμενικά όρια της εκτελεστότητας» (άρθρο 920 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Ο εταίρος έχει τη δυνατότητα να αμυνθεί µε τη διαδικασία των ανακοπών που προβλέπονται κατά της εναντίον του επιχειρηθησοµένης αναγκαστικής εκτέλεσης. Αν, για παράδειγμα, ο εταίρος δεν ευθύνεται για οποιονδήποτε βάσιμο λόγο και κατ’ επέκταση δεν οφείλει, δεν υπόκειται σε αναγκαστική εκτέλεση κατά το άρθρο 920.
Απ’ όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι τελικά ο εταιρικός δανειστής αποκτά πρακτικά πλεονεκτήματα στρεφόμενος κατά της προσωπικής εταιρείας.