Η ανώνυμη εταιρεία, έπειτα από την στο καταστατικό προβλεφθείσα πάροδο της διάρκειας της, διατηρεί την νομική της προσωπικότητα. Τίθεται υποχρεωτικά σε στάδιο εκκαθάρισης, όπου μοναδικός σκοπός της είναι μεν, η αποπεράτωση αυτής, τα όργανα διοίκησής της δε, καθίστανται προσωρινοί εκκαθαριστές.
Η υπ’ αριθμ. 515/2022 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, αναίρεσε, έπειτα από την αίτηση ανώνυμης εταιρείας, απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία είχε απορρίψει έφεση της εταιρείας, καθώς, όπως είχε κρίνει, η ανώνυμη εταιρεία δεν συνέχιζε νόμιμα τη λειτουργία της.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, με την παρέλευση του χρόνου διάρκειας που ορίζεται στο καταστατικό μίας ανώνυμης εταιρείας, η εταιρεία διαλύεται και τίθεται υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως, χωρίς να απαιτείται δημοσίευση (ΣτΕ 1062/2020), σε στάδιο εκκαθαρίσεως, μη χωρούσας σιωπηρής παρατάσεως της διάρκειας αυτής, υπό την έννοια ότι ο εταιρικός δεσμός αποκόπτεται και η Α.Ε. Θεωρείται λυμένη από αυτή την ημέρα, χωρίς να παρίσταται ανάγκη προς τούτο αποφάσεως της Γενικής Συνελεύσεως ή δικαστικής λύσεως ή άλλης διατυπώσεως (ΣτΕ 487/1945 Ολ., 318/1942 Ολ.).
Περαιτέρω, η λύση της Α.Ε. είναι αυτή που θέτει σε κίνηση το μηχανισμό – διαδικασία εξαφάνισής της, χωρίς, ωστόσο, η λύση να συνεπάγεται άνευ ετέρου και την εξαφάνισή της. Ειδικότερα, με τη λύση της εταιρείας αλλάζει μόνο ο σκοπός αυτής, ο οποίος από παραγωγικός μετατρέπεται σε σκοπό εκκαθαρίσεως και η εταιρεία εισέρχεται στη διαδικασία εκκαθαρίσεως (πρβλ. ΑΠ 1427/2000, ΑΠ 96/2005).
Εξάλλου, η Α.Ε., μετά τη λύση της, λόγω παρελεύσεως της διάρκειάς της, διατηρεί τη νομική της προσωπικότητά, τη δικαιοπρακτική και την εμπορική της ιδιότητα και ικανότητα (ΑΠ 717/2018, 186/2011, πρβλ. ΑΠ 1427/2000, ΑΠ 96/2005, ΑΠ 410/1996) για τις ανάγκες της εκκαθαρίσεως και μέχρι την περάτωση αυτής, η οποία και οδηγεί στο οριστικό τέλος της εταιρείας σηματοδοτώντας την εξαφάνισή της από το νομικό και το συναλλακτικό κόσμο. Η εταιρεία, δηλαδή, μετά τη λύση της και τη θέση της σε εκκαθάριση αποκτά ως μοναδικό σκοπό την ικανοποίηση των εταιρικών δανειστών, αλλά και των απαιτήσεων της εταιρείας, τη ρευστοποίηση της εταιρικής περιουσίας και τη διανομή του προϊόντος της εκκαθάρισης στους μετόχους, διατηρώντας, πάντως, τη νομική προσωπικότητά της, τη δικαιοπρακτική και την εμπορική της ιδιότητα και ικανότητα.
Μετά δε την πάροδο του χρόνου της διάρκειάς της και την εντεύθεν αυτοδίκαιη λύση της, η εταιρεία δεν μένει χωρίς όργανα διοίκησης. Για το λόγο αυτό, στο άρθρο 47Α παρ. 3 του ν. 2190/1920 προβλέπεται η συνέχιση (προσωρινώς) της αρμοδιότητας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου (στο εξής καλούμενο Δ.Σ.) μέχρι να οριστούν εκκαθαριστές από τη Γ.Σ.. Ειδικότερα, τα μέλη του Δ.Σ. που υφίστατο κατά το χρόνο της λήξεως της προβλεπόμενης από το καταστατικό διάρκειας της εταιρείας καθίστανται προσωρινοί εκκαθαριστές και προβαίνουν σε αντίστοιχες πράξεις εκκαθαρίσεως.
Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 47Α παρ. 4 του ν. 2190/1920, παρά τη λύση της εταιρείας, είναι δυνατή η αναβίωσή της (ΣτΕ 1489/1970 Ολ.), μετά από την οποία η εταιρεία συνεχίζει τη λειτουργία της υπό την αρχική της μορφή, με παραγωγικό πλέον σκοπό (ΣτΕ 853/1985), ενώ συνεχίζονται οι έννομες σχέσεις και οι δίκες χωρίς βίαιη διακοπή. Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη ότι η απόφαση της Γ.Σ. περί αναβίωσης της εταιρείας αποτελεί τροποποίηση του καταστατικού της σε σχέση με τη διάρκεια αυτής, η απόφαση αυτή της Γ.Σ. υπόκειται σε διοικητική έγκριση (ΣτΕ 2783/2007, πρβλ. ΣτΕ 820/2021, 2390/2017, 4246/2010, ΑΠ 459/1989) και σε δημοσιότητα.