Υπάρχουν περιπτώσεις όπου αν κάποιος οδηγός παραβιάσει STOP και προξενήσει τροχαίο ατύχημα, θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να απαλλαγεί.
Κατ’αρχήν, η παραβίαση STOP συνιστά μια σοβαρότατη παράβαση. Ωστόσο, έχει γίνει νομολογιακά δεκτό ότι η παράβαση των διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεμελιώνει αυτή καθαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση του τροχαίου ατυχήματος αλλά αποτελεί ένα στοιχείο, το οποίο σταθμίζεται από το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να κριθεί η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξεως και του επελθόντος αποτελέσματος.
Κατά περίπτωση, η σωστή ανάδειξη και ενδεδειγμένη διατύπωση και έκθεση των πραγματικών περιστατικών στην αγωγή ή στην κατάθεση στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, μπορεί να μεταβάλει το τελικό αποτέλεσμα ακόμα κι αν εκ πρώτης όψεως αυτό φαίνεται ότι δεν μπορεί να συμβεί.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας η πινακίδα υποχρεωτικής διακοπής πορείας (STOP), στην περίπτωση που τοποθετείται πριν από κόμβο, σημαίνει υποχρεωτική διακοπή της πορείας του οχήματος πριν από την είσοδό του στον κόμβο και παραχώρηση προτεραιότητας στα οχήματα που κινούνται στην οδό, προς την οποία πλησιάζει. Στην περίπτωση, όμως, που η ίδια πινακίδα που τοποθετείται σε άλλα σημεία, πλην του κόμβου, σημαίνει υποχρεωτική διακοπή πορείας του οχήματος στη θέση της πινακίδας και μη εκ νέου εκκίνηση μέχρι να βεβαιωθεί ο οδηγός του ότι μπορεί να το πράξει χωρίς κίνδυνο.
Από την προναφερεθείσα διάταξη σε συνδυασμό με τα πορίσματα της νομολογίας συνάγεται, πως η παραβίαση μιας διάταξης του ΚΟΚ γενικά αλλά και, ειδικότερα, της διάταξης σχετικά με την πινακίδα του STOP, δεν συνεπάγεται κατά τρόπο απόλυτο την ευθύνη του εκάστοτε οδηγού. Έτσι, η τοποθέτηση της πινακίδας του STOP πριν από κόμβο δεν εμποδίζει σε κάθε περίπτωση την διέλευση σ’ αυτόν. Αντίθετα, όταν ο οδηγός στην πορεία του οποίου είναι τοποθετημένη η πινακίδα STOP, διαπιστώσει, ύστερα από έλεγχο, ότι ο κόμβος είναι ελεύθερος, δικαιούται να διέλθει σε αυτόν. Ελεύθερος θεωρείται κόμβος, όταν τα έχοντα προτεραιότητα οχήματα, που δεν έχουν STOP στην πορεία τους, βρίσκονται σε τέτοια απόσταση από αυτόν, που με το εκάστοτε επιτρεπόμενο ανώτατο όριο ταχύτητας να μην προλαβαίνουν να φτάσουν σε αυτόν, ενώ αντιθέτως, ο οδηγός που έχει πινακίδα STOP στην πορεία του, να προλαβαίνει να διέλθει στον κόμβο. Συνεπώς, ο οδηγός υποχρεούται να διακόψει την πορεία του οχήματός του και να μην διέλθει στον κόμβο, μόνο όταν διαπιστώνει πως κινούνται οχήματα επί της οδού στην οποία πλησιάζει και, μάλιστα, σε απόσταση τέτοια που να μην προλαβαίνει ο ίδιος να διέλθει.
Πράγματι, με την υπ’ αριθμ. 3208/1992 απόφαση του Εφετείου Αθηνών κρίθηκε ότι ο οδηγός, στην πορεία του οποίου βρισκόταν πινακίδα STOP, δεν την παραβίασε, αλλά εισήλθε κατά 3,50 μέτρα στο ρεύμα πορείας του έχοντος προτεραιότητα καθέτως κινουμένου οχήματος, καθότι ήταν αδύνατο να ελέγξει την κίνηση στην οδό αυτή λόγω σταθμευμένου στην αριστερή πλευρά του, οχήματος. Καθώς, όμως, άκουσε τον θόρυβο και αντιλήφθηκε το καθέτως κινούμενο όχημα, που εν προκειμένω επρόκειτο για μοτοσυκλέτα, ακινητοποίησε το δικό του όχημα, αφήνοντας ελεύθερο περιθώριο 3,40 μέτρων για την ασφαλή διέλευση της μοτοσυκλέτας, χωρίς να καταλάβει όλο το πλάτος του ρεύματος και να φράξει εντελώς την πορεία του. Αντιθέτως, κρίθηκε ότι ο έχων προτεραιότητα οδηγός της μοτοσυκλέτας κινούμενος με ταχύτητα, κατά πιθανολόγηση, τουλάχιστον 50 – 55 χιλιομέτρων ανά ώρα, αιφνιδιάστηκε, πανικοβλήθηκε ενδεχομένως και θεώρησε προφανώς ότι ο διερχόμενος από την πλευρά του STOP οδηγός, δεν θα σταματήσει, αλλά θα συνεχίσει και θα του φράξει εντέλει την πορεία. Για τον λόγο αυτόν τροχοπέδησε απότομα τη μηχανή του, που είχε φθαρμένο το πίσω ελαστικό της και άρα ελλιπή πρόσφυση στο οδόστρωμα, εν συνεχεία έχασε τον έλεγχο αυτής και πλαγιολίσθησε σε μήκος 2,90 μέτρων επί του οδοστρώματος, με αποτέλεσμα να προσκρούσει τελικά μαζί με τη μηχανή στον μπροστινό αριστερό τροχό του ακινητοποιημένου αυτοκινήτου και να εξοστρακιστεί διαγωνίως στο απέναντι αριστερό της πορείας του πεζοδρόμιο. Οι συνθήκες αυτές στάθηκαν ικανές να απαλλάξουν τον οδηγό του εκ του STOP κινούμενου οχήματος από οιαδήποτε ευθύνη.
Ομοίως έχει κριθεί και από το Ανώτατο πολιτικό Δικαστήριο ότι η παραβίαση του STOP αυτή καθαυτή δεν αρκεί για την καταδίκη αλλά απαιτείται η δυνατότητα τήρησης της υποχρέωσης επιμελείας – κατά κρίση αντικειμενική, απαιτείται δηλαδή να υπάρχει η δυνατότητα πρόβλεψης και αποφυγής (ΑΠ 1420/1983).
Σε κάθε περίπτωση, για την απόδειξη της υπαιτιότητας και της συμβολής κάθε εμπλεκόμενου μέρους στην αιτιώδη πρόκληση του ζημιογόνου αποτελέσματος λαμβάνονται υπόψη συνολικά οι εκάστοτε συνθήκες. Έτσι, μπορεί να περιοριστεί η ευθύνη του οδηγού που παραβίασε πινακίδα του STOP, αν λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα (υπέρβαση ορίων ταχύτητας, κατανάλωση αλκοόλ, εν γένει αμελής οδήγηση) διαπιστωθεί η ύπαρξη συντρέχουσας ευθύνης του οδηγού του έχοντος προτεραιότητα οχήματος.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ακόμα και στις περιπτώσεις στις οποίες φαίνεται από τα γεγονότα που οδήγησαν στη σύγκρουση των οχημάτων ότι η υπαιτιότητα ενός εκ των εμπλεκομένων είναι προδιαγεγραμμένη, η ορθή εκτίμηση και έκθεση των πραγματικών περιστατικών στην αγωγή, μπορεί να μεταβάλλει το τελικό αποτέλεσμα ακόμα κι αν εκ πρώτης όψεως; αυτό φαίνεται ότι δεν μπορεί να συμβεί. Η ορθή και με εμπεριστατωμένο τρόπο έκθεση των πραγματικών περιστατικών στο κείμενο της αγωγής προϋποθέτει άριστη νομική κατάρτιση και εμπειρία στα ζητήματα τροχαίων ατυχημάτων, η οποία μπορεί να μεταβάλει ένα εκ πρώτης όψεως αρνητικό αποτέλεσμα ακόμα και αν αυτό εξαρχής φαίνεται αδύνατο.