Λίγες ημέρες μετά την άνευ προηγουμένου τραγωδία που προκάλεσε η φονική φωτιά στο Μάτι, τον Ιούλιο του 2018, με τους 98 νεκρούς και τα εκατοντάδες καμένα νοικοκυριά, παρακολουθήσαμε την ελληνική κυβέρνηση να εκδίδει απόφαση με την οποία προβλέπεται ο «υπό όρους» διορισμός των πληγέντων στο Ελληνικό Δημόσιο εν είδει «μέτρου αποκατάστασης» αυτών και των οικογενειών τους, για τις ζημιές που υπέστησαν από την πυρκαγιά. Η υπουργική αυτή απόφαση, πέρα από τα σοβαρότατα ζητήματα αντισυνταγματικότητας που εύλογα δημιουργεί, αποτελεί μία πανηγυρική ομολογία και υπ’ αυτήν την έννοια μία περίτρανη και καθ’ όλα ισχυρή απόδειξη της ίδιας της ευθύνης και της υπαιτιότητας του Ελληνικού Δημοσίου για το μέγεθος και τις καταστροφικές συνέπειες της φωτιάς (βλ. αναλυτικά εδώ).
Ειδικότερα, ως ένα από τα έκτακτα μέτρα για τη στήριξη των πληγέντων και την αποκατάσταση ζημιών από τις πυρκαγιές που έπληξαν περιοχές της Περιφέρειας Αττικής, η Υπουργός Διοικητικής Ανασυγκρότησης, ανακοίνωσε τη δυνατότητα διορισμού στο Δημόσιο, τα ν.π.δ.δ., τους ΟΤΑ α΄και β΄ βαθμού και τους φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα της παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν. 2190/1994, εκτός των εταιριών του Κεφαλαίου Β ΄του Ν. 3429/2005, ενός μέλους της οικογένειας θανόντος εξαιτίας των πυρκαγιών που έπληξαν περιοχές της Περιφέρειας Αττικής στις 23 και 24 Ιουλίου 2018, μέχρι β΄ βαθμού συγγένειας με αυτόν ή ο σύζυγος ή το πρόσωπο με το οποίο είχαν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης. Το αυτό δικαίωμα παρέχεται και στα άτομα τα οποία υπέστησαν σοβαρά εγκαύματα και νοσηλεύθηκαν σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) ή προκύπτει ποσοστό αναπηρίας 67%, συνεπεία των πυρκαγιών. Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατός ο διορισμός τους, για λόγους υγείας, το δικαίωμα διορισμού μεταβιβάζεται στον ή στη σύζυγό τους ή στο πρόσωπο με το οποίο έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης ή σε ένα τέκνο τους.
Η αίτηση διορισμού υποβάλλεται εντός ανατρεπτικής προθεσμίας πέντε (5) ετών από την ημερομηνία θανάτου ή από την ημερομηνία συμπλήρωσης του κατωτάτου ορίου ηλικίας για διορισμό ή από την εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων του αιτούντος.
Ζήτημα που αναμένεται να συζητηθεί ευρέως είναι το δεύτερο εδάφιο της παρ. α του άρθρου 2 της υπουργικής απόφασης (τιτλοφορείται ως «απαιτούμενα δικαιολογητικά»), σύμφωνα με το οποίο ορίζεται ότι η εν λόγω αίτηση συνεπάγεται την αυτοδίκαιη και αμετάκλητη παραίτηση του διοριζομένου από τυχόν οικονομικές απαιτήσεις καθώς και την αναστολή του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος, από την ημερομηνία του διορισμού.
Μία πρώτης τάξεως ανάγνωση επιβάλλει ότι στην έννοια «τυχόν οικονομικές απαιτήσεις» από τις οποίες θα πρέπει αυτοδικαίως και αμετακλήτως να παραιτηθεί ο διοριζόμενος, εννοείται η παραίτηση από διεκδικήσεις αποζημίωσης κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Ωστόσο, λίγο αργότερα διευκρινίστηκε από το Υπουργείο ότι η παραίτηση αφορά «αποκλειστικά και μόνο τυχόν αποδοχές που λαμβάνει ο αιτών – διοριζόμενος από σύνταξη, καθώς και την αναστολή του σχετικού συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Δηλαδή, το προφανές. Κάποιος που για οποιοδήποτε λόγο μπορεί να λαμβάνει κάποιας μορφής σύνταξη (λχ. αναπηρίας), εφόσον επιλέξει να διοριστεί, θα αμείβεται με τον μισθό του ως διορισθείς στο Δημόσιο. Συνεπώς, δεν υπάρχει κανένας συμψηφισμός με τυχόν άλλες απαιτήσεις ή αποζημιώσεις που δικαιούται ο ενδιαφερόμενος, και βεβαίως ο διοριζόμενος δεν στερείται κανενός νομίμου δικαιώματός του για προσφυγή στα δικαστήρια και διεκδίκηση οποιαδήποτε αγωγής».
Τέλος, ένα άλλο σοβαρό ζήτημα εν γένει περί του διορισμού των συγγενών των θυμάτων στο Δημόσιο είναι ότι η διάταξη αυτή είναι αμφισβητήσιμη ως προς την συνταγματικότητά της διότι υπάρχει η συνταγματική αρχή της αξιοκρατίας που απορρέει από το άρθρο 4 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία οι Έλληνες έχουν ίση πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις».