Εξεδόθη η υπ΄αριθμ. 5352/2020 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Τακτική Διαδικασία) η οποία κρίνει αντισυνταγματική την επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές, όπως αυτή προβλέφθηκε με το άρθρο 42 του ν. 4640/2019 για όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις που επρόκειτο να συζητηθούν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, από την 1.1.2020 και εντεύθεν, με το σκεπτικό ότι η αναδρομική επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου σε εκκρεμή δικαστική υπόθεση προσβάλλει υπέρμετρα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και αντίκειται στην αρχή της ισότητας.
Η παραπάνω απόφαση, εξεδόθη στα πλαίσια εκδίκασης αγωγής ιατρικής αμέλειας με αίτημα καταβολής αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη η ενάγουσα συνεπεία αμελών, παράνομων κι αξιόποινων πράξεων και παραλείψεων των υπευθύνων ιατρών.
Το Δικαστήριο αποφάνθηκε σχετικά με την αντισυνταγματικότητα της καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές αρμοδιότητας Πολυμελούς Πρωτοδικείου, όπως νομοθετήθηκε με το άρθρο 42 παρ.1 ν. 4640/2019.
Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και τα λοιπά Πρωτοδικεία της Χώρας, καθόσον ήδη έχει εκδοθεί σειρά αποφάσεων, οι οποίες επίσης κρίνουν αντισυνταγματική την επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές Πολυμελούς, με το ίδιο σκεπτικό με την παραπάνω απόφαση.
Συγκεκριμένα, η υπ’ αριθμ. 5352/2020 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Τακτική Διαδικασία), δέχεται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
«ΙΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 42 του ν. 4640/2019 ορίζεται ότι «Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942 (Α’ 189), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 ου ν. 3994/2011 (Α’ 165), το άρθρο 21 του ν. 4055/2012 (Α’ 51) και το άρθρο 33 του ν. 4446/2016 (Α’ 240) ,αντικαθίσταται ως εξής: «3. Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΝ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές αγωγές για όλες τις διαφορές που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και των μονομελών πρωτοδικείων , καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού.». 2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, για τις οποίες η πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 1η Ιανουαρίου 2020, καθώς και στις αγωγές που έχουν ασκηθεί ως καταψηφιστικές πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον έχουν ήδη μετατραπεί ή μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του και εισαχθούν σε πρώτη συζήτηση μετά την ως άνω ημερομηνία.». Εκ της διατάξεως αυτής καθίσταται σαφές ότι στις εκκρεμείς ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου αναγνωριστικές αγωγές, είτε αυτές ασκήθηκαν εξ αρχής ως αναγνωριστικές είτε ως καταψηφιστικές, που ετράπησαν ακολούθως σε αναγνωριστικές και εισήχθησαν προς συζήτηση μετά την 1η/1/2020, απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου κατ’ άρθ. 2 του ν. ΓΠΝ/1912. Η ως άνω διάταξη, υποχρεώνοντας τον διάδικο που άσκησε μία καταψηφιστική αγωγή προ της έναρξης ισχύος του ν. 4640/2019 και την έτρεψε , ολικά ή εν μέρει, σε αναγνωριστική κατά τη συζήτησή της που έλαβε χώρα μετά την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου, ουσιαστικά εισάγει αναδρομική επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, η οποία όμως δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής, ως αντίθετη στα άρθρα 4 και 20 του Συντάγματος, διότι αφενός εισάγει άνιση μεταχείριση μεταξύ εκείνων που επέλεξαν να ασκήσουν εξαρχής αναγνωριστική αγωγή και όσων άσκησαν καταψηφιστική αγωγή με πρόθεση, εκμεταλλευόμενοι τη δυνατότητα που τους παρείχε ο νόμος, να την τρέψουν εγκαίρως σε αναγνωριστική, αφετέρου δυσχεραίνει το δικαίωμα τους σε έννομη προστασία, καθώς τους επιβαρύνει αιφνιδιαστικά (ήτοι με νόμο που θεσπίστηκε μετά την άσκηση της αγωγής τους) με επιπλέον δικαστικά έξοδα (βλ. για τα ανωτέρω ΠΠρΑθ 2554/2014, ΕλλΔνη 2015, σελ 882, ΠΠρΝαυπλ 150/2013 ΕλλΔνη 2013, σελ 542). Εξάλλου, η υιοθέτηση αυτής της λύσης αντιβαίνει ευθέως στον πάγιο νομολογιακό κανόνα ότι η τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό συνιστά μερική παραίτηση από το αίτημα της αγωγής, η οποία καταλύει αναδρομικά την αγωγή ως διαδικαστική πράξη (ΟλΑΠ 13/1994, ΑΠ 1418/2018 σε ΝΟΜΟΣ). (…) Η ενάγουσα με τις ένδικες προτάσεις αφενός έτρεψε το σύνολο του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε εντόκως αναγνωριστικό και ακολούθως κατά τη συζήτηση της αγωγής, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, περιόρισε το ύψος του αιτήματος από 500.000 ευρώ σε 100.000 ευρώ. Ακολούθως, μετά τον ως άνω περιορισμό και την τροπή του αιτήματος σε αναγνωριστικό, που συνεφέλκεται και την παραίτηση από το αίτημα κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, ζητά να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν εις ολόκληρον έκαστος να της καταβάλουν το ποσό των 100.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι εξοφλήσεως και να καταδικασθούν στη δικαστική της δαπάνη. (…) Πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, καθώς μετά την τροπή του αιτήματος από καταψηφιστικό σε εντόκως αναγνωριστικό, δεν οφείλεται πλέον τέλος δικαστικού ενσήμου, μη εφαρμοζομένης της διάταξης του άρθρου 42 v.4640/2019, κατά τα άνωθι εκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση, ως αντίθετης προς το Σύνταγμα, αφού η αγωγή ασκήθηκε πριν τη θέση σε ισχύ της ως άνω διάταξης και η αναδρομική επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου σε εκκρεμή δικαστική υπόθεση προσβάλλει υπέρμετρα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και αντίκειται στην αρχή της ισότητας, κατά τα άνωθι εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο ΙΙΙ μείζονα πρόταση.».