Σύμφωνα τις διατάξεις που ισχύουν αναφορικά με την λειτουργία του κτηματολογίου, στην περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής και ειδικότερα όταν στο κτηματολογικό φύλλο ακινήτου αναγράφεται η ένδειξη ¨ΑΓΝΩΣΤΟΣ¨, τότε μπορεί να ζητηθεί η διόρθωση της ανακριβούς αυτής εγγραφής με αίτηση, η οποία απευθύνεται στο Μονομελές Πρωτοδικείο της τοποθεσίας του ακινήτου και εκδικάζεται κατά τις διατάξεις της εκουσίας δικαιοδοσίας.
Όταν όμως ο δικαιούχος επικαλείται ως τίτλο κτήσεως την έκτακτη χρησικτησία, τότε θα πρέπει να ασκήσει τακτική αγωγή ενώπιον του καθ΄ύλη και κατά τόπον αρμόδιου Δικαστηρίου, η οποία υποχρεωτικά στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου.
Η προθεσμία για τις παραπάνω ενέργειες είναι πλέον οκτώ έτη, αρχόμενη από την επομένη της δημοσίευσης στο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβέρνησης, της απόφασης για την έναρξη λειτουργίας Κτηματολογίου στην οικεία κτηματογραφούμενη περιοχή.
Αίτημα των παραπάνω είναι α) η αναγνώριση του δικαιώματος κυριότητας στο επίδικο ακίνητο, και β) η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής του οικείου Κτηματολογικού Φύλλου του σχετικού Βιβλίου του Κτηματολογικού Γραφείου.
Όταν ασκείται αίτηση η οποία εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, θα πρέπει για το παραδεκτό της συζήτησης των αιτημάτων, να κοινοποιηθεί εντός 20 ημερών από την κατάθεσή της στο Ελληνικό Δημόσιο και να καταχωρισθεί στα οικεία κτηματολογικά φύλλα του κατά τόπον αρμόδιου κτηματολογικού Γραφείου, ενώ στην περίπτωση της τακτικής αγωγής η παραπάνω προθεσμία είναι 30 ημέρες από την κατάθεση.
Τέλος για το παραδεκτό της συζήτησης σε κάθε περίπτωση απαιτείται η προσαγωγή πιστοποιητικού ΕΝΦΙΑ (ν. 4223/2013), πλην όμως μεγάλη μερίδα των Διακστηρίων, τάσσεται κατά αυτής της ρύθμισης, με το σκεπτικό ότι αυτή παραβιάζει και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ) και τις διατάξεις των άρθρων 17, 20 και 25 του Συντάγματος (δικαιώματα ιδιοκτησίας, δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας και αρχή της αναλογικότητας), καθόσον δεν είναι δυνατόν μία καθαρά φορολογική διάταξη, που δεν αφορά στην προστασία των συναλλασσομένων σε σχέση με τα ακίνητα ή δεν επιδιώκει την παροχή δικαστικής προστασίας, να αποτελεί ειδική διαδικαστική προϋπόθεση μιας εμπράγματης αγωγής και προαπαιτούμενο, προκειμένου να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας.